Σοβαρά και ευτράπελα
Του Βαγγέλη Μπάκα
Καμιά απολύτως σχέση με την αείμνηστη ηθοποιό Φλωρέττα Ζάνα. Ετούτη εδώ είναι μοτοσακό… Τι άλλο είναι; Το ακριβότερο δώρο που είχε κάνει αδερφός σε αδερφό! Κι ο αδερφός αυτός δεν ήταν άλλος από τον αδερφό μου Χρήστο Μπάκα! Πιο ακριβό ακόμα κι από εκείνο το οποίο έχει κάνει ο Ριμπολόβλεφ στην κόρη του Κατερίνα. Τον Σκορπιό του Αριστοτέλη Ωνάση! Περπατάει όμως το νησί; Δεν περπατάει! Ενώ η δική μου Φλορέτα, τηρουμένων των αναλογιών, πήγαινε με χίλια! Σαν τα γαλλικά Ραφάλ!
Δεκαετία του 60! Μόλις έμπαινε η άνοιξη, κάποιοι μαθητές του γυμνασίου Γρεβενών ξενοικιάζαμε και πηγαινοερχόμασταν, Μ. Σειρήνι-Γρεβενά, για να γλιτώσουμε ακόμα κι αυτό το πενιχρό νοίκι. Πότε είχε κρύο, πότε έβρεχε, πότε έκανε ζέστη, αλλά πάντα ήμασταν συνεπείς στο μαθητικό καθήκον! Αυτό της έγκαιρης προσέλευσης.
Πολύ σπάνια μας έφτανε κάποιο τρακτέρ, ή φορτηγό αυτοκίνητο, από τα ελάχιστα τα οποία κυκλοφορούσαν εκείνη την εποχή.
Από τα σοβαρά προβλήματα τα οποία αντιμετωπίζαμε ήταν και εκείνα της νυκτερινής βάρδιας! Κι αφού το πρώτο σημερινό δημοτικό σχολείο Γρεβεών, και γυμνάσιο τότε, δεν επαρκούσε. Οπότε κάποιοι μαθητές πηγαίναμε απόγευμα στο σχολείο και επιστρέφαμε νύχτα.
Η νύχτα όμως και την οποία δεν θα ξεχάσω ποτέ ήταν εκείνη της πρώτης Γυμνασίου. Αν και φεγγαρόλουστη ένιωσα το μεγαλύτερο τρόμο. Στα μισά της διαδρομής τι ήταν να στρέψω πίσω μου. Παραλίγο να πάθω τη ζημιά του Λωτ! Να γίνω στήλη άλατος! Τι να δω! Τα μάτια του διαβόλου! Μου κοπήκανε τα πόδια! Πώς να προχωρήσω! Κι αν με ακολουθούσε τι γινότανε; Κι αφού δεν μπορούσα να τρέξω και κινδύνευα να πέσω από το φόβο αποφάσισα να τα βάλω με το διάβολο! Πήρα μια πέτρα και για καλή του τύχη δεν τον πέτυχα! Η πέτρα βρήκε στο σωλήνα της βρύσης κι ακούω ένα τρίγκι τρίγκι τρίγκι! Δεν ήταν τα πεταλάκια, αλλά το κουδούνι κάποιας γίδας η οποία είχε γεννήσει! Ξεθάρρεψα, χάρηκα που ο γιος του διαβόλου ήταν ένα πανέμορφο κατσικάκι, και προχώρησα βιαστικά να πάρω τα συχαρίκια από κάποιο τσοπάνο.
Μόλις έφτασα στο χωριό και ανακοίνωσα τη χαμένη γίδα, βρέθηκε και το αφεντικό της. Με μιας πετάχτηκε και έφυγε για να την παραλάβει από τη βρύση στο λιβάδι!
Το 1965 ο αδερφός μου ο Χρήστος είχε διοριστεί στη ΔΕΗ και με έκανε ένα από τα ακριβότερα δώρα του κόσμου! Ένα μηχανάκι! Μια Ferrari για την εποχή! Ένιωσα το πιο ευτυχισμένο παιδί του κόσμου! Η μια ώρα ποδαρόδρομου μετατράπηκε άρδην σε πέντε λεπτά! Ανυπομονούσα να φέξει, για να προσπεράσω ακόμα και τον άνεμο!
Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς κατέβαινα με το μηχανάκι στην πόλη για εργασία σε οικοδομές. Μία από αυτές τις διαδρομές παραλίγο να αποβεί μοιραία. Προσπαθώντας να αποφύγω το κριάρι κάποιου κοπαδιού δεν τα κατάφερα! Προφανώς με πέρασε για μεταλλικό κριάρι! Κι αντί να παραμερίσει, έτρεξε κατά πάνω μου και με έριξε με μια κεράτινη κεφαλιά μέσα στο χαντάκι! Ευτυχώς που η ζημιά δεν ήταν μεγάλη! Κι όταν έφτασα στον τόπο εργασίας, (κι όχι δουλειάς), κάπως αργοπορημένα, υπήρχε κι άλλη απώλεια! Ο συνεργάτης ο Περικλής Μπαλντούμης είχε πάθει τροφική δηλητηρίαση!
Με μάστορα τον Κωνσταντίνο Μπαλντούμη, εγώ κι ο Τριαντάφυλλος Γκουντούνης, ο τρίτος εργάτης, θα σοβατίζαμε το σπίτι του κυρίου Περικλή Παπαδόπουλου κάπου στην οδό Πίνδου. Οπότε λέω στον Τριαντάφυλλο:
«Φούλη! Εγώ έπεσα από το μηχανάκι. Ο Περικλής έπαθε δηλητηρίαση. Είναι η σειρά σου τώρα!…
«Η δική μου σειρά δεν πρόκειται να έρθει ποτέ. Αύριο φεύγω!».
«Πού θα πας;».
«Πάω στη Λάρισα να βοηθήσω τον γαμπρό μου στο θερισμό με την κομπίνα του!».
Πήγε, κι επέστρεψε νεκρός! Πηδώντας από το τρακτέρ στην πλατφόρμα δεν έφτασε ποτέ, με αποτέλεσμα να τον πατήσει ο τροχός! Τραγικό το γεγονός. Δεν ήταν η σειρά του, αλλά η κακή του μοίρα!
Ο Τριαντάφυλλος, και πρωταγωνιστής στο μεγάλο μυθιστόρημά μου, «ΟΖαραλής». είναι αυτός. Πρόκειται για μια ελάχιστη τιμή στη μνήμη του αδικοχαμένου φίλου μου Φούλη!
Κωστάκης Μπαλντούμης, Περικλής Μπαλντούμης, και Τριαντάφυλλος Γκουντούνης όλοι τους νεκροί. Εγώ, αν και κινδύνεψα περισσότερες φορές, τα κατάφερα… Το ίδιο πιστεύω να μου συμβεί και κατά τις επερχόμενες χειρουργικές επεμβάσεις την επόμενη εβδομάδα.
Ήτανε θεέ μου μια φορά
Τρεις νέοι, τρεις φίλοι, τρία παιδιά
Τώρα απομένουμε βαθειά
Μέσα στο χώμα μες στη γη…
Η ένθετη φωτογραφία, με τις δυο αδερφές μου, έγινε αιτία γκρίνιας και τσακωμού με τον 15χρονο πολύ αργότερα γιο μου. Ήθελε κι αυτός μηχανάκι. Προφανώς για να κάνει βόλτες και σούζες. Και να ο ατέρμονος καθημερινός διάλογος:
«Μπαμπά! Σου είπα! Θέλω μηχανάκι!».
«Ξέ-χνα-το!».
«Εσύ γιατί είχες;».
«Εγώ το είχα για μεταφορικό μέσο! Για να πηγαίνω στο γυμνάσιο!».
«Ο Γιάννης γιατί πήρε!».
«Γιατί έχει καλό μπαμπά!».
«Άμα με πάρεις μηχανάκι θα γίνεις κι εσύ καλός μπαμπάς!».
«Ξέχνα το!» του είπα πάλι και οριστικά.
Το ξέχασε την επομένη. Όταν κατέβηκα από το χωριό, και πέρασα μέσα στο σπίτι, τρέχει, με αγκαλιάζει, και κλαίει γοερά! Μέχρι να μου πει τι είχε συμβεί λαχτάρισα:
«Τι έγινε!!! Πες μου!!!».
«Σκοτώθηκε ο Γιάννης με τη μηχανή!».
Ήταν ο φίλος του! Το γειτονάκι μας! Ο άτυχος Γιάννης Νταλός!
«Και τώρα τι γίνεται γιε μου;».
«Δεν θέλω μηχανάκι, αλλά κιθάρα».
«Την καλύτερη θα σου πάρω!».
Σήμερα έχει κάνει και κάποια μουσική μπάντα στη Θεσσαλονίκη κι έχει ηχογραφήσει δεκαπέντε τραγούδια του!
Ένα είναι σίγουρο! Πως δεν θα πέσει ποτέ από την κιθάρα!…
Υ.Γ. Στην ένθετη φωτογραφία εγώ με τις αδερφές μου: Θεοδώρα και Καλυψώ! Όσοι μείναμε από τα δέκα παιδιά του Βασίλη και της Μαρίνας Μπάκα!