Μὲ τὴν τελευταία σφαίρα τῆς λογικῆς
ἀδιάκοπα κι ἄν μὲ πυροβολῶ
ὁ θάνατος πίσω ἀπὸ κάποιο θάμνο
κρύβεται
δίχως διεστραμμένες περιπλοκὲς
τζέντλεμαν ποὺ ξέρει πὼς τὸ πόδι μου
πιασμένο σὲ κάποιον ἱστὸ ἀδυνατεῖ νὰ μετακινηθεῖ
ὅσο κι ἄν ἡ ψυχὴ ὑποφέρει
καθοδηγώντας το
ἄχ φουκαριάρικη ἀγάπη
ἡ γιορτὴ ἔχει τελειώσει
δὺο ἐγὼ πῶς τὴ ματαιότητα
νὰ καταλάβουν
ὦ
ἡ ζωὴ μου
ἀπρόσωπη ἀδιάφορη
πολὺ δειλὴ γιὰ νὰ αὐτοκαταστραφεῖ
ἕνας κάδος παλιοῦ πλυντηρίου ἐπικίνδυνα κουρασμένος
μὲ κουρέλια ἐπιθυμίες γεμάτος
σὲ ὀλέθρια περιστροφὴ ὁλοένα
Στὸ κενὸ νὰ σκορπίσει καλλίτερα
στοργὴ ἀπ’ τοὺς ραγισμένους τοίχους
νὰ μὴ ζητᾶ
Μέσα στὸ στίχο μου ἡ φωνὴ σου
σταματημένη ἀπὸ καιρὸ
στὴν ἐρημιὰ τοῦ στήθους μου
μόνη καταφυγὴ μου μένει
σκλάβος τῆς δειλίας μου
λέξεις ξερνῶ ἀδιάκοπα
ἀποτρόπαιους ἀχώνευτους σβόλους
ἐπονείδιστο θάνατο
ὦ
μπροστὰ σ αὐτὴ τὴν θάλασσα πλήξης
πόσες φορὲς νὰ σέ ζητῶ
στρεβλώνοντας λογικὲς
ἀφίλητο τὸ στόμα μου κλειδωμένο
μὲ μιὰν κατατονικὴ ἀκινησία
διογκούμενο ἀπὸ ἀβάσταχτη ξηρασία
σὲ στιγμὲς ποὺ γέρασαν
ψάχνει μαξιλάρι
ναὶ δειλὰ γονατίζω
στὴν ἀναγκαιότητα τῆς σιωπῆς
στὸ κρύο
Σκλάβος σέ ἀπολιθώματα
δακρυσμένα
Γιάννης Μασμανίδης