O πατέρας μου ήταν πάντα φιλόζωος, με την παλιά έννοια. Αν και δεν ζούσαμε σε χωριό, αλλά σε κωμόπολη, διατηρούσαμε ζώα. Κότες, γίδες, πάπιες και, το πιο όμορφο για μένα, περιστέρια.
Σαν παιδί έπαιζα με τα πιτσουνάκια, τα άκουγα να γουργουράνε και όταν το χιόνι ήταν πολύ, τα έπαιρνα στο δωμάτιο μου σε κλουβί να μην κοιμηθούν στο κρύο, ακούγοντας τον εξάψαλμο της μάνας μου. Το γιατί διατηρούσαμε περιστέρια, μεταξύ άλλων, δεν θέλω να το σκέφτομαι με τις σημερινές οικολογικές μου τοποθετήσεις, πάντως πολλά μεσημέρια Κυριακής τα πέρασα νηστικός και περίλυπος.
Ο πατέρας μου ήξερε να μανουβράρει τα πουλιά να τα διώχνει και να τα γυρίζει πίσω, χωρίς βοήθεια από «μπόσκα» περιστέρια, εκείνα τα ασπρόμαυρα περιστέρια-τσομπανόσκυλα κοπαδιών, που δεν τα χωνεύαμε. Είναι το είδος που επιτάχυνε την Δαρβίνεια εξέλιξη της εξημέρωσής του, μπαίνοντας στη διαταγή του ανθρώπου, για μια χούφτα σπόρους παραπάνω. Ίσως όμως να χρειαζόταν να έχουμε έστω ένα, για να με φυλάξει από τα ..δεινά του βίου μου, που επέκειντο.
Αραιά έρχονταν μαζί με τα δικά μας και ξένα περιστέρια. Και μεις χάναμε μερικά, φυσικά. Ένα όμως που ήρθε, κρατούσε στο ράμφος του ένα χαρτάκι. Ήταν ήμερο, κάθησε στο χέρι μου εύκολα, το χάιδεψα και του πήρα το πορτοκαλί χαρτάκι. Τα ήξερα αυτά τα περιστέρια. Με πολλά πούπουλα στα φτερά και λίγο πιο έντονο ύφος, σαν του μπούφου. Τα έφερναν οι πανηγυρτζήδες κάθε χρόνο. Τσιμπούσαν από μια αρμαθιά χαρτάκια με ευχές, προγνώσεις και ονειροτρίμματα, ένα και σου προμήνυαν το ..μέλλον. Το χαρτάκι που μου έφερε ο φυγάς φτερωτός εισβολέας έγραφε, με στραβά γράμματα: «Κικίτσα». Τελεία και παύλα. Η μοίρα μου καταγράφηκε. Γέλασα πολύ, έψαξα να βρω ποια Κικίτσα ξέρω, μα άδικα. Ποιος να γνωρίζει από περιστερικά οιωνοσκοπικά τώρα; Βρε πρόβλημα! Οι Βάσες, Βασούλες, Βίκες, Βασιλικές παίρναν άραγε μέρος στην αερομαντική λοτταρία;
Οι μέρες πέρασαν. Κοιτούσα τώρα τα εμπλεκόμενα ονόματα με περισσότερη προσοχή. Κάθε γνωριμία μαζί τους μπορεί να ήταν μοιραία. Στο τέλος αποφάσισα ότι όλα αυτά ήταν φαιδρότητες και το θέμα ξεχάστηκε. Μέχρι το επόμενο πανηγύρι. Οι πανηγυρτζήδες ήρθαν με Ταϊβανέζικα τώρα καλούδια κακής ποιότητας, παλιά ήταν εδώδιμα κακής ποιότητας πολύχρωμα αθύρματα, λαϊκής παιδείας και βαλάντιου. Στο βάθος το αλογοπάζαρο, που τόσο διεξοδικά περιγράφει η Ζυράννα. Τζουκ μποξ παντού, κόσμος, βόλτες, τσίκνες. Και, και εκεί σε κάτι παραβάν, νάσου τα κλουβιά με τα περιστέρια.
Μπήκα. Έδωσα το κέρμα, ο υπεύθυνος σήκωσε το χέρι με τα χιλιόχρωμα χαρτάκια, το περιστέρι έκανε το χρέος του, βγάζοντας το κεφαλάκι του ανάμεσα από τα σύρματα, πήρα σα χαμένος το χαρτάκι από το ράμφος του: «Κικίτσα». «Η τύχη μου παίζει παιγνιδάκια», σκέφτηκα. Έφυγα συλλογισμένος. Η σκέψη όμως με γύρισε πίσω, εκεί που παιζόταν το μέλλον μου, όπως τα σκυλάκια γυρνάν όταν μαζεύει σιγά σιγά το σχοινί περιπάτου, στο χέρι του αφέντη τους. Άλλο ένα κέρμα, άλλη μία φορά η ιεροτελεστία, άλλο χρώμα τώρα. Η «Κικίτσα» ήταν πάλι εδώ, αόρατη, επισκέπτρια από κάποια διάσταση του μέλλοντος, που της επέτρεπε να ταλαιπωρεί το μυαλό μου και κάπως να παγώνει το αίμα μου. «Δεν μπορεί», σκέφτηκα άρρωστα. «Μάλλον, όλα γράφουν Κικίτσα».
Βγήκα έξω, άρχισα να τρέχω πάνω κάτω, μέχρι που βρήκα κάποιο φίλο. Τον σβάρνισα στις κουρτίνες, τούβαλα ένα κέρμα στο χέρι, ο υπεύθυνος σήκωσε το χέρι με τα χαρτάκια, τελετουργικά, το περιστέρι έκανε το χρέος του: «Μαριάνθη». Ο φίλος έφυγε και γω έφυγα, ψάχνοντας για άλλον πλανόδιο με περιστέρια. Η διαδικασία επαναλήφθηκε, ξοδεύοντας πια το ανεπαρκές χαρτζιλίκι μηνών. Παρακάλεσα μέσα μου, το καινούριο πουλί, να μου πει τελικά την αλήθεια. Το πουλί με κοίταξε καθησυχαστικά και καλόβολα, έπιασε με το ράμφος ένα κατακόκκινο χαρτάκι, τελευταίο μάλιστα στο σωρό και μου τόδωσε. «Κικίτσα».
Πήρα το δρόμο για τις μεγαλουπόλεις, μεγαλώνοντας και τους δρόμους των μεγαλουπόλεων διασκεδάζοντας και ζώντας. Μπήκα στον λαβύρινθο των ονείρων και των ερώτων, ψάχνοντας για τον ατομικό μου μύθο και μίτο ζωής. Η «Κικίτσα» πουθενά, ξεχάστηκε, αν και εγώ συνέχισα να ανακρίνω όλες τις γνωριμίες με το όνομα Βάσω κλπ, αν είχαν προέλευση αυτό. Τα νεανικά προμηνύματα είχαν σιωπήσει. Η καρδιά σκιρτούσε παθιασμένη για έρωτες, εντυπώσεις και αισθήσεις.
Συναυλία Παύλου Σιδηρόπουλου, στο γρασίδι της παλιάς Νομαρχίας Θεσσαλονίκης, μέσα της δεκαετίας του 80. Μερικά χρόνια, πριν δηλαδή τον καταπιεί το πολύχρωμό του παραμύθι. Ο καλλιτέχνης είχε ήδη το χέρι δεμένο, καμμένο από τη φωτιά της ζωής του. Η Ελλάδα πάλευε ανάμεσα στη μεταρεμπέτικη δεκαετία του 70 της μεταπολίτευσης και τη νεορόκ εποχή, που ήρθε αφού σάρωσε με το προβέντζο της την Αλβιόνα και την Εσπερία. Με την ώρα οι μπύρες άλλαξαν το ρέζος αίματος, (ίσως υπάρχει κατηγορία, Α, Β κλπ ρέζους μπυρικόν), ματιές διασταυρώνονταν ανιχνευτικά, μέχρι που τσάκωσα δυο πανέμορφα μάτια, να με κοιτούν αμετακίνητα και απροσποίητα. Ό,τι δεν έγινε τη μισή βραδιά έγινε σε ένα λεπτό. «Πώς σε λένε;». τη ρώτησα. «Νύχτα καλοκαιριού», μου απάντησε, «θα σου πω το πρωί». Ξημερώσαμε στο γρασίδι, σα φύγαν όλοι, απορώντας με τη διφέγγαρη πια βραδιά. Ναι, αυτή ήταν: η Κικίτσα.