Μιὰ ἁμυδρὴ ρυτίδα
ἀνάμεσα στὰ μάτια
μιὰ σιωπὴ σὲ ἕνα πηγάδι στεγνὸ
ἡ νοσταλγία σου
πολυπόθητη
φεγγαροβαμμένη δυστυχὴς
θαμπὴ ὀμορφιά σπασμένου
καθρέφτη
τὸ ἀπόσταγμα μαγείας ποὺ ἄφησαν
οἱ ἀναμνήσεις ἀπὸ τὸ ἀνεπανόρθωτο παρελθὸν μας
ὁρίζει ἀκόμα
ἕνα ἐσωτερικὸ καυτὸ δάκρυ
σὲ ψιθυρίζει ἀδύναμα
μὲ ραγίζει
ξεκλειδώνει τὰ σφραγισμένα χείλη μου
ψαύει τὶς ἀχόρταγες πληγὲς μου ποὺ θέλουν στοργὴ
πλανεύεις σαγηνεύεις μεθᾶς ἀκόμη
στὰ στενορύμια τῆς ψυχῆς μου ἀνθόφυλλα
ἄτολμα ἀνασταίνεις
καταμεσὶς σὲ τόσους ὠκεανοὺς ἀπὸ πλειάδα
θορυβοποιῶν
ἀπό τὰ παζάρια τοῦ πνεύματος τόσα τόσα ποὺ
ἀδιάκοπα γύρω μου θορυβοῦν
Σὲ ψιθυρίζω ἀδύναμα κι ἐγώ
ἕτοιμος τώρα πιὰ καὶ θαρραλέος
σὲ κεῖνο τὸ
ἡμιτελὲς μαζὺ μας ξενυχτῶ ὁλοένα
ποθώντας τὴν ὁλόφλογη μορφὴ σου
ἀκόμα κι ὅταν τὰ ποιήματά μου σιωποῦν
μιὰ πονεμένη γλυκύτητα στὴ σπασμένη φωνὴ μου
βάζεις
Σὲ ψιθυρίζω
δίχως ψίθυρο
μὲ ψυχὴ μόνο μόνη
Γιάννης Μασμανίδης