Σὲ φιλῶ
κι ἄς μὴ
σὲ φιλῶ
Σὲ ἀγγίζω
κι ἄς εἶσαι λένε
μακριὰ
Ἐπιμένω
παραγνωρίζοντας
τὶς δυνατότητες τοῦ ἐφικτοῦ
Σὲ νιώθω
τὰ νήματα τῶν αἰσθήσεών μου
κινεῖς
Σὲ ἀγγίζω
ὅσο κι ἄν οἱ φυλακὲς
καὶ οἱ δεοντολογίες
τὸ ἀρνοῦντα πεισματικὰ
χωρὶς λόγια
μὲ τὴν καρδιὰ σοῦ μιλῶ
καὶ μετὰ
γράφω
ἄλλο δρόμο νὰ σέ βρῶ
δὲν βρίσκω
ἐπειδὴ στὴν ἀπελπισία
καὶ στὸ σκοτάδι
πιὸ κοντὰ μου τρέχεις
μοῦ πιάνεις τὸ χέρι
μόνο ἐσὺ ξέρεις
δίχως φιλὶ σου
πώς φοβᾶμαι
ἔτσι ποὺ σὰν
σὰν νεκρὸς
μοιάζω
Σὲ φιλῶ
εἶναι μιὰ ἀπεγνωσμένη ἀνάγκη ζωῆς
ὅταν τὰ φθαρτὰ μου μέλη ἀκινητεῖ
ὁ χρόνος
Ὅταν τὸ πλησίασμα τοῦ τέλους μου
μὲ ἀγγίζει
Σὲ φιλῶ
σὰν ἡ μοναδικὴ νὰ εἶναι
γεύση
ὅλων τῶν αἰσθήσεων