Ἐκεῖνο τὸ φῶς εἶσαι
ποὺ ἀπὸ τὸν πυθμένα
τῆς ἄγρυπνης συνείδησης
στὸ ὑπερῶο τῆς ψυχῆς μου
ἀναδύεσαι
στὸ βαθὺ καὶ ὀδυνηρὸ στρῶμα
τοῦ ἐγὼ μου
Ἕνα μεσονύχτιο φοβισμένο φεγγάρι
στὸν ἄδειο οὐρανὸ μου ἀκέραιο φῶς βάζεις
κι ὕστερα θρόοι ἀκούγονται βαθιὰ μου
ξεραίνει τὰ μάτια μου ἡ ἀπουσία σου
ὅσο κι ἄν
κρυφομιλοῦν τὰ ὄνειρά μας λίγο εἶναι
σχεδὸν καθόλου
δὲν φτάνει
δὲν καταλαγιάζει τό κενὸ τόσων χρόνων
τί μπορεῖ ἡ ἀνακουφιστικὴ ψευδαίσθηση νὰ κάνει
πόσο ἄλλο νὰ μπορεῖ
μέσα στὴ διαλυτικὴ πολιορκία τοῦ πελώριου μηδενὸς
ἀσθενεῖ παραλύει
τὸ αἴσθημα τῆς περίσφιγξης κατακλύζει τὰ περάσματά μου ὅλα μετὰ
μιὰ χούφτα ἀναμμένα κάρβουνα σὲ γκρεμισμένο σπίτι
τί
πόσο
πῶς
ξεχασμένα χαμόγελα φιλιὰ ἀγγίγματα
νὰ ζεστάνουν
στόν ἄπατο γκρεμνὸ μου μόνος ριγμένος τώρα
σὲ συλλογιέμαι
μὲ μοιρολόι βουβὸ ἀπαρηγόρητο
οἱ λέξεις μου ἀκριβὰ κρύσταλλα λύπης
μὲ ἐνδόμυχο κλάμα σὲ ἀναζητοῦν
δὲν σὲ βρίσκουν
σεντόνι λευκὸ μετὰ γίνονται
σὰν νὰ σκεπάζουν ξυλιασμένο πτῶμα
παντοῦ κενὸ μετὰ
κρύβοντας τὶς μέσα πληγὲς καὶ
τὶς ἔξω ρυτιδώσεις τῆς ὀδύνης
τὴν τυραννία της ψυχῆς σὲ πρόσωπο ἀτάραχο
πῶς νὰ συνταιριάξω δὲν ξέρω
Σφαλίζω σφιχτὰ τὰ μάτια
Στὸ ὑπερῶο τῆς ψυχῆς μου πόθος κρυφὸς γίνεσαι
πολύχρωμη ἐλπίδα
τώρα μόνος
ἀνέλπιδη ζωὴ κυκλώνω
κυκλώνω