Σκλάβος πυρετωδῶν δεοντολογιῶν
χωρὶς κατεύθυνση καὶ ὅρια
σὲ ἄδειες πεινασμένες σελίδες
καὶ κάμαρες θεοσκότεινες πάλι
τί νὰ κάνω καὶ μὲ τὴν ἐλευθερία μου
δὲν ξέρω
σὲ αὐτὸ τό σκοτεινὸ φωταγωγὸ
στὸν κύκλο τῆς κατοικημένης ἐρημιᾶς
ἀδιάφορη κενὴ κείτεται
περιμένοντας τὸ χρόνο μὲ σκουπίδια
νὰ γεμίσει
ὕστερα μέσα στὸ τίποτα παλινδρομῶ
λησμονημένος
ἀνύσταχτο τὸ δάκρυ ἔρχεται
ποτὲ δὲν φεύγει
ἐπίμονα ρέει
νοσταλγικὰ ποτίζει ἐρημιὲς
μὴ θέλοντας νὰ γίνουν παρελθὸν
σκορπίζεται ἐν ἀφθονία
στὸ πρόσωπο στὴν ψυχὴ στὰ χείλη ἀπὸ τὰ κλεισμένα βλέφαρα
ἕως τὴ μεγάλη θάλασσα σκοτωμένων ἀληθειῶν φτάνειͺ
ἀμίλητος μένω
Δὲ θέλω ἄλλο
εἶδαν πολλὰ τὰ μάτια μου
Μὲ συνωστισμοὺς στεναγμῶν
τὴν αἰτία ψαύω τῶν λυγμῶν μου
τὶς ἱερές τελετουργίες ἀνεκπλήρωτων
ἐρώτων
τὸν ἀνελέητο βρυχηθμὸ τους
στὸ ξοφλημένο σῶμα μου
ἔνδοξη ἀπώλεια ξέβρασαν
Μὴ
Τόσα χρόνια ἔντιμος θλίβομαι μετρίως
Σκηνίτης ἑνὸς λυρικοῦ γίγνεσθαι
ξοδεύω ψυχὴ
μὲ τὸ συναίσθημα τοῦ βάθους
τοῦ ἀληθινοῦ πόνου συμπλέω
εἰς τὰ ἔνδον ὁλοένα εἰσχωρῶ