Σκέφτομαι μόνο
θὰ γράψω κι αὔριο ὅπως κάθε μέρα
νὰ πάρω λίγο ἀέρα καθαρὸ ἀκροβατώντας
σὲ σκέψεις
παρα-λογικὲς
Ναὶ
θὰ κατέβω ξανὰ στὴν παιδικὴ χαρὰ ἀπέναντι στὴν ἐκκλησιά
ὅπως κάθε νύχτα
πρὶν γίνει πίσσα τὸ σκοτάδι μέσα μου
Θὰ γράψω
καὶ τώρα γράφω
σὰν νὰ εἶναι μιὰ προέκταση τῆς ψυχῆς ἡ γραφὴ
τὴν ὑλικότητα τοῦ νικημένου παρελθόντος μου
μὲ ἕνα κουβαδάκι μικροῦ παιδιοῦ ποὺ ξέχασε στὸ σκάμμα
κουβαλᾶ
Τίποτα δὲ λέω
δὲν εἶμαι καὶ τόσο περὶ τὰ “παιδικὰ”
καθότι ὥριμος ἤ πολὺ ὥριμος ἀκόμη
Σκέφτομαι νὰ προσευχηθῶ
μιὰ προσευχὴ ποὺ μόνος φτιάχνω
γιὰ ὅσους πληγώθηκαν κι ἔτσι ἀνάπηρα ζοῦν
δίχως χείλη δίχως μάτια καὶ ψυχὴ
τίποτε ἄλλο
δέ λέω
δὲ γράφω
δὲν ζῶ