Ἀσύζευκτες μένουν οἱ αἰσθήσεις μου
πεισματικὰ ἀρνοῦντα νὰ ἐνταφιαστοῦν
σὲ μιὰν ἀδιάκοπη ἀνταρσία
συμμετοχὴ δηλώνουν
Τὸ ἀποσκίασμά σου ἀποσιωπημένο
κεντρώνει τὶς ἀναζητήσεις τους ὅλες
ἀγιάτρευτο ἀναστέναγμα σταλάζει ἀδιάκοπα
βρίσκει ἕνα πρόσκομμα καὶ ξαναγυρίζει ὁλοένα
συντηρεῖ συναγωγὴ δακρύων
Μὲ καρτερία μνημονεύω τὸ ὄνομά σου πάλι
ἀστοχημένος στὴν ὀδύνη τῆς γραφῆς καταφεύγω
μήπως μὲ σώσω
μήπως
πάψω νὰ θαυμάζω τὸ κενὸ ποὺ τόσο ἕλκει
λεύτερος μέσα στὴν προστατευτικὴ μοναξιά
γουλιὰ γουλιὰ συνάζω τὴν ἀπουσία σου
λίγο λίγο
στὸ λίγο σου
μὲ πνιγμοὺς καὶ ναυάγια ζῶ
πίσω ἀπὸ ἐπίφαση βουβῆς ἀξιοπρέπειας
κρύβομαι ραγίζω
στὴν ἀνάμνηση ὅσο κι ἄν ἡ λησμονιά πεισματικὰ
ἐπιμένει
δὲ σὲ δίνω
παρὰ μόνο ἐκεῖ στὴ ζεστὴ γωνιὰ τῆς ψυχῆς
ἔχεις χῶρο
σκεπὴ στὸ ἀστροφώτιστο ὄνειρό μας
ἐκεῖ
Γιάννης Μασμανίδης