“Και μετά σιωπή, ούτε φασαρία, ούτε κίνηση στα κτίρια, ούτε πόρτα κλειστή, ατάκτως ριγμένα πληγωμένα όνειρα, δίπλα σε δόγματα ενοχής, επιβιώνουν/ επιστροφή στην τάξη; επιστροφή στο λήθαργο ήταν, τακτοποιημένα μέχρι της αυγής τις ώρες, η εικόνα τέλεια, όπως τόσες φτιαχτές/ περιθώρια λάθους δεν επιτρέπονταν, σε αυτό το συγύρισμα, φορτωμένα στα χακί και τις ανασφάλειες, παγιδευμένα, στέκανε τα χρόνια μας/ τέλειωναν πια οι αρρωστημένες μέρες, νέα εποχή έστεκε απέναντι, μετρώντας προβληματισμένη τα θύματα, στην πολύβουη μεγαλούπολη/ ούτε κυβερνώντες, ούτε στρατιώτες, ούτε εξουσίες, ούτε προσταγές, κερδίζανε κάτι εκείνη τη μέρα, μια καθαρεύουσα η παράσταση/ ξεχασμένο αεράκι, μάζευε ό,τι η νύχτα πέταγε προκλητικά στο φως, αυτό χαράχτηκε βαθιά μέσα μας, όχι ως νίκη, όχι ως ήττα, μόνο ως πληγή, σαν παρατήρηση στην ιστορία/ συνηθισμένοι από λάθη, αλλά και ακρότητες, απλά προσπερνούσαμε τα γεγονότα, δεν καταλαβαίναμε, δεν πιστεύαμε, ότι όλα ξαφνικά άλλαξαν.”