Γράφει η Λίντα Τζουβάρα
«Απ’ όλα μπορείς να σωθείς
εκτός απ’ τη νοσταλγία σου για κάτι πολύ μακρινό», Τάσος Λειβαδίτης
Όταν φτάνει η εποχή που αντικρίζω τα γκρίζα βουνά με το λευκό τους κοκέτικο καπελάκι να αναδεικνύει όλη την ομορφιά τους, δε μπορώ να μη σταθώ και σε εκείνα τα σύννεφα, τα μεταλλαγμένα σε μάτια – γκριζωπά και με υγρασία γεμάτα – να απορούν για τα χιόνια που σκέπασαν τα μαλλιά και τη ζωή.
Οι αναμνήσεις έχουν μια συνέχεια, όχι απαραίτητα χρονική. Και ούτε μπορείς ποτέ να εστιάσεις στον πυρήνα τους, γιατί εκείνες έχουν την τάση να σε προσεδαφίζουν στο παρελθόν ανάλογα με τις προθέσεις τους.
Εκεί κάνει μια στάση για λίγο η μνήμη, στ’ απάγκιο κάτω από την ξερή κληματαριά που πάσχιζε ν’ αναστηθεί, αλλά φοβόταν και να αναμετρηθεί με την έλευση της νέας εποχής, εκεί στις παλιές σκεβρωμένες καρέκλες του παλιού καφενείου, που σκεβρωμένα σώματα προσπαθούσαν να αφομοιώσουν λίγη από τη δύναμη της χειμωνιάτικης λιακάδας και να την ενώσουν με την καυτή ανάσα μιας κούπας τσαγιού.
Ήταν σχεδόν ποιητικός ο τρόπος που το κουταλάκι ανάδευε τη ζάχαρη στο υγρό ελιξίριο, το κίτρινο υγρό ήταν στην ουσία ο φάρος που φώτιζε εκείνες τις θύμησες που είχαν αρχίσει να θαμπώνουν και ματαίωναν μια για πάντα τον γυρισμό, αποκλείοντάς τις από τον εξακολουθητικό μέλλοντα.
Λίγες οι κουβέντες, πολλές οι σκέψεις, περισσότερες οι αναμνήσεις, περιπλανιόνταν σε μέρες που δε θα επιστρέψουν ποτέ, σε μέρες γεμάτες με ξερά φύλλα που έριξε ο χρόνος, σε μια σιωπή που έσπαγε από τον ήχο του ρολογιού της εκκλησίας και μετρούσε αντίστροφα τον χρόνο ώσπου ν’ ακουστεί και ο τελευταίος χτύπος.
Αναμνήσεις, που ράθυμες ταίριαζαν με τον ήχο του κομπολογιού και συνόδευαν τις συζητήσεις. Συνεχόμενος ρυθμός, η κουβέντα ήταν ευχάριστη, με διακοπές, η κουβέντα έφερνε αναμνήσεις πικρές, το καταλάβαινες βλέποντας το αυλάκι ανάμεσα στα φρύδια να γίνεται ποταμός.
Ατέρμονες οι συζητήσεις, ποιος ήρθε, ποιος έπρεπε να έρθει και δεν ήρθε, ποιος δε θα έρθει ποτέ… Το αμπέλι, το χωράφι, ο καιρός… Το χθες, το προχθές, το μια φορά… Το αύριο που δεν θα τους περιέχει…
Μόλις όμως η ζεστή ανάσα του τσαγιού εισχωρούσε στην ψυχή τους, οι σκέψεις άλλαζαν και εγκατέλειπαν το σταχτί τους ρούχο, φορούσαν τα χίλια χρώματα της ζωής που έζησαν, το λευκό του γάμου τους, το πράσινο του κήπου, τα κόκκινο των κερασιών, το σκούρο μωβ των σύκων, το άλικο των σταφυλιών, το ρουμπινί του κρασιού, ακόμα κι αυτό το μαύρο του πένθους, κάπως ξάνοιγε με αυτό το θαυματουργό υγρό να λιώνει για λίγο τα χιόνια, να ζωντανεύει την καρδιά και το μυαλό, να χαρίζει λίγη αυταπάτη.
Και τότε η σιωπή έσπαγε και δεν μπορούσε να μη θαυμάσει κανείς την κουλτούρα, την παιδεία και τη γνώση σ’ αυτούς τους ανθρώπους που ρουφούσαν κυριολεκτικά κάθε αχτίδα ήλιου στο κορμί τους και στην καρδιά τους, αυτές τις γελαστές μέρες του χειμώνα. Ιδιότητες που πάντα θα μας ξεπερνούν, κυρίως γιατί οι γνώσεις μας θα σκοντάφτουν πάνω στη σοφία τους και τα φιλοσοφικά μας επιχειρήματα θα γίνονται σκόνη στη διάφανη, μαθηματική και ξεκάθαρη λογική τους.
Κι όταν έξω θα περιπλανιέται ο χειμώνας, πάντα θα με ζεσταίνει η ανάμνηση της καυτής τσαγιέρας και το άρωμα από το τσάι του βουνού θα απλώνει τις ρίζες του στους πνεύμονές μου, παντοτινή θύμηση μιας εποχής χωρίς επιστροφή.