Σοβαρά και ευτράπελα
Του Βαγγέλη Μπάκα
«Καλώς τον Κώστα! Πώς τα πέρασες στην Αθήνα;».
«Υπέροχα! Πληρώνεις κάτι παραπάνω αλλά περνάς καλά».
«Πήγες και στην Ακρόπολη έμαθα».
«Μόνο μια φορά!… Αφού γι αυτή κατέβηκα. Ξεπαραδιάστηκα».
«Δεν είναι και για χόρταση! Πόσες φορές πήγες;».
«Με τέτοια κάλλη κι ο μορφιά αξίζει να πηγαίνεις κάθε μέρα!».
«Και δε μου λες; Τι σου έκανε πιο πολύ εντύπωση;».
«Οι γυναίκες! Τι άλλο! Τις κολώνες με τα υπόλοιπα ντεκόρ θα θαύμαζα;».
«Οι Καρυάτιδες θα θέλεις να πεις!».
«Δουλεύουν και κοπέλες από την Κορέα εκεί; Δεν τις πρόσεξα! Εγώ νόμισα μόνο ρωσίδες και βουλγάρες!».
«Σοβαρά μιλάω! Άσε τώρα την πλάκα. Η Πλάκα είναι πιο πέρα!».
«Μα εκεί είναι και η Ακρόπολη! Εάν θες πήγαινε κι εσύ για να βεβαιωθείς!».
«Δηλαδή, οι κολώνες δεν σου κάνανε καμιά εντύπωση; Μόνο τα αγάλματα; Εγώ θάμασα πιο πολύ τις κολώνες. Λες και ήταν από βούτυρο και τις κόψανε με το μαχαίρι! Τόσο λείες!».
«Σαν ντεκόρ, δεν λέω, ήταν πάρα πολύ ωραίες, αλλά οι ποδάρες με τις τορνευτές γάμπες, και τις μπουτάρες των ρωσίδων, (καμιά σχέση με εκείνο τον ξερακιανό Μπουτάρη) παραήταν θερμές! Τα κρύα μάρμαρα θα ζήλευα! Άκου τις κόψανε με το μαχαίρι! Σιγά μην ήταν καρπούζια!».
«Η ηλικία αυτού του θαύματος δεν σου έκανε καμία εντύπωση; Κι όμως, δεν το συμπεριλαμβάνουν μεταξύ των επτά θαυμάτων του κόσμου!».
«Εγώ τις πέρασα όλες για πιτσιρίκες! Μερικές μάλιστα ήταν και ανήλικες!».
«Ξέρεις πότε χτίστηκε η Ακρόπολη, και από ποιον;»
«Ούτε ξέρω, κι ούτε θέλω να μάθω. Προφανώς χτίστηκε από κάποιον εργολάβο. Ίσως να την κάνανε και αναπαλαίωση! Εκείνο όμως για το οποίο είμαι σίγουρος είναι πως άνοιξε αυτό το καλοκαίρι. Παλιά ήταν κρυφό μπουρδέλο και τώρα φανερό!».
«Μπουρδέλο η Ακρόπολη;».
«Με ξεπαράδιασε σου λέω! Μόνο για εισιτήριο πλήρωσα ένα σωρό λεφτά. Άσε τα κεράσματα με τα πουρμπουάρ στους θεοκόμματους!»
«Καλά! Για ποια Ακρόπολη μου μιλάς τόση ώρα, κι εγώ νόμισα πως μου κάνεις πλάκα!».
«Για το μπαρ Ακρόπολις στην Πλάκα! Γι αυτό δεν μιλάμε τόση ώρα!».
«Αϊντέεεε! Ποιο μπαρ βρε ούφο! Εγώ νόμισα πως πήγες στο ναό της θεάς Αθηνάς! Γι αυτές τις κολώνες σου μιλούσα τόση ώρα!».
«Και τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτά τα κοτρώνια! Δεν τα βαρέθηκα τόσα χρόνια! Αφού το ξέρεις πως εργάζομαι σε νταμάρι! Ξέρεις τι θα πει ολόγυμνη ρωσίδα χορεύτρια; Λάστιχο κορμί σου λέω! Άκου κολώνες από μάρμαρο! Κι αυτές, δε λέω, από κώλο αρχίζουν, αλλά παραείναι παγωμένες και αξιολύπητες. Τι κάνει η φτώχεια! Κάποιες φορούσαν και σκισμένα παντελόνια! Μπουμπούκα ο κώλος! Κάτι παρτάλια, και μπαλωμένα τσιόλια, σαν κι αυτά που φορούσαν στα χρόνια της κατοχής! (Καμιά σχέση με την κυρία Τσιόλια! Πρόκειται για την τελευταία λέξη της μόδας! Έτσι μου είπαν! Φαντάζομαι πώς θα είναι η πρώτη! Δεν θα φορούν ούτε βρακί ολόκληρο!).