ΤΑ ΤΡΑΥΜΑΤΑ ΣΟΥ ΔΥΣΙΑΤΑ ΣΥΝΤΗΡΩ
ΤΟ ΜΕΡΟΔΟΥΛΙ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΡΟΦΑΙ ΜΟΥ ΕΙΣΑΙ
Στήν πιὸ κρίσιμη ὥρα τῆς ψυχῆς
στούς ἀνθῆρες τῶν στιγμῶν μας
ἐκείνων καταφεύγω πάλι
ἀσκόρπιστη ἡ γύρη σου
στὸ ὑλικὸ τέλος
ἀντιστέκεται
Ἀκαταμέτρητα τὰ τραύματά σου
Δυσίατα συντηρῶ
στὸ μέσα θησαύρισμά μου
συντελοῦν
ἀπὸ τήν παραφροσύνη ἤ καὶ τὴν
ἄτολμη αὐτοχειρία μὲ σώζουν
Πλημμυρισμένος ἀπὸ τὴ θύμηση
Σὲ ψηλαφῶ
τὸ μεροδούλι καὶ μεροφάι μου εἶσαι
μέσα στὸν κάθε στίχο ποὺ μὲ γλυκόλογα μὲ ἀποπλανεῖς
Μέσα στὴν ποίηση
σὲ ἀναπνέω
στὴν ἀμηχανία τῶν διψασμένων αἰσθηματικῶν χορδῶν μου
λέξη τὴ λέξη σὲ συλλαβίζω
Μιὰ σύζευξη οὐσίας καὶ μορφῆς
ἐκμαγεῖο τῶν ἐσώτερων αἰσθημάτων
τοῦ ψυχικοῦ τοπίου μου κατέχεις
ἐλαύνεις
μέσα στὸ χρόνο στό χῶρο
στὸ κάθε χαμόγελό μου
Τὰ τραύματά σου δυσίατα
ἐκφρασμένα σὲ ἐσωτερικὴ ροὴ
κρυσταλλωμένα μαρμαρωμένα
μὲ γερὴ πνευματικὴ ἁρματωσιὰ
τὴν ἀλήθεια μου
λατομοῦν
τὴν σύντομη Ἄνοιξή μας συνταράσσουν
μὲ ἄνθη ἀμάραντα
μὲ ἄρωμα τριαντάφυλλου
ὁλόκληρη ζωὴ θὰ σ’ ἀγρυπνῶ
τὸ μεροδούλι καὶ τὸ μεροφάι μου
εἶσαι
τὴν ἀνυπομονησία τῆς Ἀνάστασής μας
ὥς τὴν τελευταία δεκάρα
ξοδεύω
Γιάννης Μασμανίδης