τὴν ζέστα τῶν μικρῶν
χεριῶν σου
στὰ δικὰ μου γιὰ λίγο
ἄν
Ἀσυλλόγιστα στὴ σκόνη τῆς σιωπῆς μου
μιὰ συντριβὴ πάντα λιγότερη θὰ καρτεροῦσε
γερασμένος ὁ χρόνος νεκρὸς μὲ ρίζες σάπιες
μὲ ἐπίγνωση θὰ φύραινε κάθε βράδυ στὴ φωτιὰ
λύπες ἀπέραντες
μὴ βρίσκοντας ἄλλο πέρασμα
κι ὁ θάνατος στὶς ρωγμὲς μου δὲν θὰ παραμόνευε
μὲ ἕνα κομμάτι ψωμὶ ἀπὸ τοὺς τυμβωρύχους
Ἔντρομος τώρα ἐπιτηρῶ τὰ πεπραγμένα
δύσκολο νὰ μή σέ νιώσω νὰ μὴ σὲ διψῶ
νὰ μὴ σὲ ζητῶ ἄλλο στὸ κυνήγι καὶ τῶν ὀπτικῶν συγκινήσεων
σὲ μιὰ ψίχα ἐλπίδας ἀποθαρρυμένης μοναξιᾶς
ἀκόμα κι ἐκεῖ σὲ ἀναζητῶ
μέσα σὲ τόσους ξένους πῶς νὰ σωθῶ ἀλλιῶς
πῶς τὴν ἐλευθερία τῶν ὀνείρων νὰ νιώσω
στὶς πλαγιοδρομίες τοῦ ἀκαθόριστου
τοῦ ἀνερμήνευτοῦ κι ἐκεῖ τὴ μέθη σου ἀκόμη ζῶ
Στὴ μισοσκότεινη ψυχὴ μου ἡ σκέψη σου ἐλπίδα μακρινὴ
μὲ ἄρρυθμο τρόπο
κάνει βουτιὰ στὸ θυμικὸ μου ὁλοένα
στὴν αἰσθητικὴ ἀξιοπρέπεια τῆς σιγῆς
πλανιέται
Μιὰ ψίχα κρυφὸ τὸ ρῖγος σου
ἀκουμπισμένο στὴν κάθε πτυχὴ μου
συνεστραμμένο σχεδιάζει ἀκόμη ἕνα πικρὸ ἡττημένο χαμόγελο
φιδογυρίζει τὶς ραγισματιὲς μου
τὸ φάσμα τῆς ἀνυπαρξίας μου
ἀνήφορος ἀρχίζει
πείνα
στά βάθη τοῦ κορμιοῦ
ξημερώνεις
ἀνάγκη ψυχῆς