Ὅπως φροῦτο
Δὲν σὲ ὡριμάζει ὁ χρόνος
μόνο οἱ πληγὲς μποροῦν
τῶν συναισθημάτων ἡ περιπλοκότητα
ὅταν συνθλίβει
Ὅταν
ἀπὸ ἀπόγνωση τὸ κεφάλι σου χτυπᾶς
στὸν τοῖχο τῆς φυλακῆς
διασύροντας μέ φρέσκο αἷμα τὴ ζωὴ
Σὲ λυχνία βολτα·ι·κοῦ τόξου
πεταλούδα τριγυρνᾶς τὴν ἐρημιὰ σου
τὸν πόνο ἀψηφώντας
Μὴ γελᾶς δὲν ξέρει τίποτα ἡ λογικὴ
ἡ ψυχὴ μου ἐν ἀναμονῆ
στὸν ἀνιαρὸ χῶρο τοῦ τέλους γυμνωμένη σὲ περιμένει
μὴ γελᾶς
μιὰ ξεπλυμένη περηφάνεια μόνο μοῦ ἔμεινε
κι ἕνας ἔγχρωμος λυγμὸς στὶς ὀθόνες ποὺ ὀνειροπολεῖ
μιὰ αἰσθησιακὴ συμπάθεια ἀργοπερπάτητη σὰν πρωινὴ ὁμίχλη
μὲ διασχίζει
Στῶν παλιῶν αἰσθημάτων τὴ στάχτη
φωτιὰ πού νὰ βρῶ
ὅπως
πεινασμένο ζῶο γιὰ λίγη τροφὴ
γιὰ ἕνα χάδι ψυχῆς
στὸ σκοτάδι μου μάταια
στὸ δρόμο τὴν ἐλπίδα καραδοκῶ
γιὰ ἕνα πολύτιμο εὕρημα
ἕνα χαμόγελο ἀκόμη
σὲ ποιήματα κρύβομαι
κι ἁμαρτάνω
σὲ ἄφεγγα σοκάκια ἐρημιᾶς
σὲ ὅ,τι μοῦ ἔμεινε
ἀπελπισμένος
Μὴ γελᾶς
οἱ καιροὶ ἀναζητοῦν μερίδιο
ἀπό τὸν κόσμο τῆς ψυχῆς
καὶ μοῦ τὴν πῆραν
ὅλη