Σοβαρά και ευτράπελα
Του Βαγγέλη Μπάκα
Ο κύριος Κίμωνας με την κυρία Ιοκάστη μένανε κάπου στο Ρουφ. Πρόκειται για ένα πολύ αγαπημένο ζευγάρι. Κι αν δεν αντιμετώπιζε πρόβλημα τεκνοποίησης, θα ήταν και τρισευτυχισμένο.
Καταξοδεύτηκαν στους γιατρούς, φτάνοντας μέχρι την Αμερική, χωρίς θετικό αποτέλεσμα. Οπότε αρκέστηκαν στη βοήθεια του Θεού με απανωτά τάματα στο Γιο Του Χριστούλη.
Εισακούστηκαν τελικά, έστω και αργά, και να τον το μικρό Χρηστάκη! Δεν ήθελαν τίποτα άλλο στη ζωή τους. Τους αρκούσε αυτό το μωρό. Ένα ξανθό αγοράκι, το οποίο είχε γεννηθεί στις 25-12-91. Ήταν ποτέ δυνατόν να του δίνανε άλλο όνομα! Και να τα παινέματα με τις απίστευτες υπερβολές. Και να τα όνειρα για σπουδές στο εξωτερικό κλπ. Κι ακόμα δεν είχε πάει στα νήπια…
Να και κομπορρημοσύνη του κυρίου Κίμωνα για το IQ του παιδιού τους:
«Πάρα πολύ έξυπνο μωρό! Τετραπέρατο!… Παιδί θαύμα σας λέω! Μέσα στο χρόνο περπάτησε. Στα δυο χρόνια μιλούσε καλύτερα από το Γιώργο Παπανδρέου. Στα τέσσερα διάβαζε! Και τώρα στα πέντε του χρόνια ξέρει και μιλάει αγγλικά!».
Δεν έχαναν ευκαιρία να το διατυμπανίζουν κάθε μέρα στη γειτονιά. Η ευφυΐα του είχε φτάσει μέχρι επάνω στου Ζωγράφου όπου έμενε η κυρία Πολυξένη, η αδερ-φή της κυρίας Ιοκάστης.
Να τι του είπε ο γείτονας απορώντας:
«Όλα καλά κύριε Κίμωνα, αλλά να γνωρίζει και ξένη γλώσσα!… Από ποιον την έμαθε, αφού εσείς δεν γνωρίζετε ούτε αγγλική λέξη!».
«Μάλλον, τηλεφωνικά, από το θείο του που βρίσκεται στην Αμερική! Μιλάει κάθε μέρα μαζί του… Μήπως ζηλεύετε;».
«Τι να ζηλέψω καλέ; που η κόρη μας πήρε το profisensi με άριστα! Δεν το πιστεύω, αλλά τέλος πάντων… Ας είναι καλά, αλλά δεν το βλέπω…».
Την τελευταία φράση την είπε ψιθυριστά.
Τόση ήταν η αφέλεια των γονιών του παιδιού που το είχανε πιστέψει. Κι όταν μια μέρα κάλεσαν την κυρία Ιωάννα, μια γειτόνισσα και καθηγήτρια των αγγλικών, για να τους κάνει τη μετάφραση, να τι τους είπε προς μεγάλη τους λύπη:
«Η γλώσσα που μιλάει ο γιος σας, κυρία Ιοκάστη, είναι τα αλαμπουρνέζικα*. Πρέπει να το πάτε επειγόντως σε κάποιον ειδικό γιατρό!
Αποτέλεσμα! Ο Χρηστάκης μεγάλωνε στο σώμα και μίκραινε στο μυαλό. Κι αφού το παιδί θαύμα έχανε χρονιές στο σχολείο, για να τα μάθει καλύτερα, έφτασε επί τέλους στην έκτη δημοτικού στα δεκαεφτά του χρόνια και με μέσον!
Μεγάλο βάσανο! Ξοδέψανε τόσα να το αποκτήσουν, και θα τσιγκουνευότανε τώρα για τη γιατρειά του. Κι όσο για κάποιο ίδρυμα ούτε κουβέντα!
Ο Χρηστάκης θα παραμείνει μικρός κι έτσι θα νιώθει. Πώς να τον πείσουν οι άμοιροι γονείς του να μη πάει φέτος στα κάλαντα, για να αποφύγει το μπούλινγκ των πιτσιρικάδων! Κι αφού θα πηγαίνανε οι συμμαθητές του, αυτός γιατί να απουσίαζε;
Τελικά πείσθηκε πως είχε μεγαλώσει και υποσχέθηκε στους γονείς του πως δε θα πήγαινε για κάλαντα. Κάτι ήταν κι αυτό. Να όμως που ο μεγάλος Χρηστάκης τους είχε πει ψέματα και θα πήγαινε σε κάποιο άλλο διαμέρισμα! Θα ανέβαινε επάνω στου Ζωγράφου!
Αυτή τη φορά, για να μην προδοθεί, δεν θα πήγαινε τα λεφτά από τα κάλαντα στο σπίτι του, αλλά θα τα μοίραζε στους φτωχούς. Θα γινότανε ένας από τους τρεις μάγους με τα δώρα. Ο Ξανθός μάγος!
Ξεκίνησε από το «Βαρκάρη του Βόλγα». Έτσι λέγανε τον Ιβάν. Ένα νεαρό ρώσο ο οποίος καθότανε μόνιμα στην ίδια γωνιά κι έπαιζε τα κύματα του Δουνάβεως με τη φυσαρμόνικα. Ανάμεσα στα πόδια είχε δυο πλαστικά ποτηράκια. Ένα μισογε-μάτο με βότκα. Κι ένα μισοάδειο με φτηνά κέρματα από την ελεημοσύνη των περα-στικών.
Ο μεγάλος πλέον Χρηστάκης πάντα έκανε μια στάση σ’ αυτόν τον επαίτη για να απολαύσει το ωραίο αυτό μουσικό κομμάτι.
Εκείνο όμως το οποίο τον συγκίνησε ιδιαίτερα δεν ήταν η φτώχεια του, όσο το λινό πουκάμισο που φορούσε καταχείμωνο. Ήταν πρωί, παραμονές Χριστουγέννων, και έκανε τσουχτερό κρύο. Να κι ο σύντομος διάλογος με το Βαρκάρη του Βόλγα:
«Πόσο την πήρες τη φυσαρμόνικα Ιβάν;».
«Πήρε πατέρας μου όταν πηγκαίνει εγκώ στην πανα.. παναπιστημίου!».
«Στην οδό;».
«Όκι! Σπουντάζει Μόσχα μηκανικό!».
«Αααα! Τι καλά που παίζεις Ιβάν;».
«Τι καλό πουφάν… έχει Κρηστάκης;…».
«Θέλεις να σου το δώσω;».
«Νιέτ».
«Πεινάς;».
«Πεινάει κι ντιψάει…». Και πήρε μια γουλιά από το πλαστικό ποτηράκι».
«Πάρε δυο ευρώ για να πάρεις σάντουιτς. Αργότερα θα σου φέρω πιο πολλά, για να πάρεις και μπουφάν. Μέχρι τότε όμως κράτα το δικό μου. Εγώ, εκτός από το μάλλινο πουλόβερ, φοράω από μέσα και μια μάλλινη φανέλα. Θα περπατήσω όλη την Παπάγου και θα μαζέψω πάρα πολλά λεφτά! Θα πάω και μέχρι πάνω στη θεία μου. Αυτή μπορεί να μου δώσει και ένα ολόκληρο πενηντάρι… Όπως πέρυσι…».
Αργότερα ακούστηκαν σειρήνες. Στην ίδια περιοχή και στην οδό Παπάγου είχε γίνει ληστεία. Ο ληστής, απειλώντας με πιστόλι την ιδιοκτήτρια της μπουτίκ, είχε πιάσει κουβέντα μαζί της και ο κλοιός των αστυνομικών όλο και έσφιγγε.
Έπρεπε να αποφευχθεί η αιματοχυσία. Η κυρία Βίκυ, μόλις είχε συνέλθει από προηγούμενη ληστεία, εξ αιτίας της οποίας είχε νοσηλευτεί στο ΚΑΤ για κάτι μήνες. Κι αντί να είναι τρομοκρατημένη από τη θέα του πιστολιού, είχε πιάσει κουβέντα με το ληστή!
Ο κύριος Ηρακλής, ο αστυνομικός πατέρας της, πληροφορήθηκε τη ληστεία τηλεφωνικά. Κι όταν άνοιξε την τηλεόραση και είδε το κατάστημα της κόρης του περικυκλωμένο από περιπολικά, άρπαξε το υπηρεσιακό πιστόλι και έσπευσε έντρο-μος σε βοήθεια.
Όταν πλησίασε τον τόπο της ληστείας δεν του επιτρέψανε να παραβιάσει τον κλοιό. Μόλις όμως τους έδειξε την ταυτότητα του αστυνομικού τον αφήσανε.
Με χίλιες δυο προφυλάξεις πλησίασε τη βιτρίνα και έκανε σινιάλο στην κόρη του να πέσει κάτω. Εκείνη αρνιότανε πεισματικά. Οπότε πέρασε μέσα, και μόλις ο ληστής αντιλήφθηκε πως κάτι συνέβαινε πίσω από την πλάτη του, από τα νεύματα της Βίκυς, έστριψε απότομα προτάσσοντας το πιστόλι.
Ο κύριος Ηρακλής εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία. Ο πυροβολισμός εν αμύνει δεν τιμωρείται. Με το μπαμ, ο ληστής έπεσε κάτω μπρούμυτα. Ταυτόχρονα έπεσε κά-τω και η κόρη του λιπόθυμη. Μάλλον από φόβο!
Όλοι μιλούσαν πλέον για τον ήρωα αστυνομικό. Και φυσικά, όλοι λέγανε πως καλά τον είχε κάνει, και διάφορες άλλες κουβέντες και κατάρες εκδίκησης. Στη συνέ-
χεια έπιασε το ληστή από τον ώμο και τον αναποδογύρισε.
Στο ένα του χέρι κρατούσε το πιστόλι και στο άλλο τα χρήματα. Το πιστόλι το άρπαξε εύκολα ένας άλλος αστυνομικός. Δεν έγινε το ίδιο όμως κι όταν θέλησε να του αποσπάσει και το πενηντάρικο! Δεν το άφηνε με τίποτα. Κι αν το τραβούσε πιο δυνατά θα σκιζότανε.
Η πρώτη έγνοια των αστυνομικών ήταν η ύπαρξη συνεργού, και φυσικά η ταυτότητά του.
«Γνωρίζει κανείς σας το ληστή;» είπε ένας αστυνομικός στους περίεργους, οι οποίοι προσπαθούσαν να τον δουν από τη σπασμένη τζαμαρία.
«Πατήστε τον στο καρύδι τον κωλοαλβανό, που τον αφήνετε και μαγαρίζει το μαγαζί της κόρης του συναδέλφου με το αίμα του…» είπε άλλος αστυνομικός.
Ο κύριος Ηρακλής, εντωμεταξύ, προσπαθούσε να συνεφέρει την κόρη του από το σοκ. Και μόλις η Βίκυ άκουσε τις βρισιές συνήλθε και είπε στον πατέρα της:
«Μην τον βρίζετε καλέ μπαμπά! Δεν είναι κακός, κι ούτε αλβανός, κι ούτε με λήστεψε. Ήθελε να αγοράσει ένα μπουφάν για το ρώσο φίλο του. Κι επειδή εγώ δεν έχω αντρικά ρούχα του έδωσα το πενηντάρι για να το αγοράσει από άλλο κατάστημα! Κι όταν τελείωνε τα κάλαντα θα μου το επέστρεφε. Μου ορκίστηκε κιόλας!».
«Τον γνωρίζεις κόρη μου;».
«Όχι πολύ! Τον γνωρίζει όμως καλά ο Ιβάν μπαμπά! Είναι ο ρώσος ο οποίος παίζει πιο κάτω τα κύματα του Δουνάβεως με τη φυσαρμόνικα. Μου είπε πως περ-νάει κάθε μέρα και τον ακούει με τις ώρες!».
Τον καλέσανε, και μόλις ο Ιβάν αντίκρισε το ληστή αναφώνησε:
«Αυτό είναι καλό μου φίλο Χρηστάκη!!!» και πλάνταξε στο κλάμα.
Ο ληστής… ανασκίρτησε, άνοιξε τα θολά ματάκια του και έδωσε το πενηντά-ευρο στο φίλο του. Ο Ιβάν έσκυψε, το πήρε, και τον φίλησε στα ματωμένα ξανθά του μαλάκια συντετριμμένος.
Εκεί τελείωσε η αποστολή του μικρομεγάλου Χρηστάκη. Έγειρε το κεφαλάκι του και ξεψύχησε!
Η ομορφάδα με τη γαλήνη στο πρόσωπό του θύμιζε αγγελική μορφή. Είχε κρατήσει την υπόσχεσή του. Είχε επιτελέσει το καθήκον στο ακέραιο. Το πενηντάρι αυτό θα έπιανε τόπο. Θα ζέσταινε το φίλο του και δεν θα ζήλευε πια το μπουφάν του.
Ο Ιβάν θα δώσει το πενηντάρι στη Βίκυ, αλλά δεν θα το δεχτεί. Να τι θα του πει:
«Τα χρήματα αυτά προορίζονταν για σας. Για να πάρετε μπουφάν. Εάν όμως είχα ανδρικά ρούχα θα το αγόραζε από μένα. Μάλιστα μου είπε να μην πω τίποτα και σε κανέναν. Και πως, μόλις συμπλήρωνε το πενηντάρικο από τα κάλαντα, θα μου το επέστρεφε… Πόση μεγάλη καρδιά είχε αυτό το παιδί! Πόση αξιοπρέπεια!».
Το όπλο τελικά ήταν νεροπίστολο και οι βαριές κατάρες γίνανε ευχές:
«Ο Θεός να αναπαύσει την ψυχούλα του. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που θα το σκεπάσει» κλπ.
Μέχρι να έρθει το ασθενοφόρο, όλοι είχανε πλαντάξει στο κλάμα. Ακόμα και οι αστυνομικοί. Κι όταν πληροφορηθήκανε πως το παλικάρι αυτό είχε μυαλό μικρού παιδιού, τότε ο κύριος Ηρακλής από ήρωας ένιωσε Κορκονέας…
Κι ο βαρκάρης του Βόλγα, πώς να ένιωθε άραγε, αφού θεωρούσε τον εαυτό του ακούσιο συνεργό σε φόνο εξ αμελείας!…
Ούτε ο κύριος Κίμωνας θα ζητήσει τη δίωξη του αστυνομικού. Το κακό είχε παραγίνει τελευταία με τις ληστείες. Κι όταν θα μάθει πως μπροστά από λίγους μήνες είχαν πυροβολήσει την κόρη του δράστη, τον δικαιολόγησε απόλυτα.
Η κηδεία έγινε πάνδημη στο Ρουφ την επομένη. Ο Χρηστάκης θα γιόρταζε τα γενέθλια αυτή τη μέρα. Κι αυτή την ώρα, αντί για ευχές, λέγανε στους γονείς του λόγια παρηγοριάς.
Το τηλέφωνο χτυπούσε ασταμάτητα. Κι όταν μια φωνή, από πολύ μακριά, θα τους ευχηθεί να τα εκατοστίσει, θα του το κλείσουν αγενέστατα. Ήταν ο αδερφός του κυρίου Κίμωνα από την Αμερική. Ο άνθρωπος νόμισε πως είχε κάνει λάθος. Κι όταν ξανακάλεσε, και του είπανε πως ο ανιψιός του Χρηστάκης ήταν νεκρός, τότε του έπεσε το ακουστικό από το χέρι! Είχε ακουστεί…
Η πράξη όμως η οποία θα κάνει τους ανθρώπους της περιοχής να χύσουν κι άλλα δάκρυα είναι η εξής: Ο κύριος Κίμωνας θα αγοράσει ένα πανάκριβο και ζεστό μπουφάν για τον ξανθό βαρκάρη του Βόλγα, και στη συνέχεια θα τον υιοθετήσει. Μάλιστα θα τον προσφωνεί Χρήστο κι όχι Χρηστάκη, γιατί ο Ιβάν θα μεγάλωνε και στο μυαλό!
Η δήλωση την οποία θα κάνει ο κύριος Ηρακλής, θα φτάσει μέχρι τα πέρατα της γης. Θα γίνει παγκόσμιο βάιραλ! Να τι θα πει:
«Εάν ο Ιβάν ο Τρομερός… κάνει αποτοξίνωση από το ποτό, και συμφωνεί και η κόρη μου, θα γίνει κι ο πιο τρομερός γάμος!» Ήταν δυνατόν να μην συμφωνούσε η κόρη του, αφού μαζί με το τραγούδι ”ο βαρκάρης του Βόλγα” είχε ερωτευτεί και τον ίδιο!
Είναι ποτέ δυνατόν να μη συναντήσει η ψυχή του Χρήστου το Χριστούλη για να γιορτάσουν μαζί γενέθλια, κι ονομαστική γιορτή! Από κει ψηλά θα θαυμάζει το «Βαρκάρη του Βόλγα» και θα ακούει τα κύματα του Δουνάβεως να πλημμυρίζουν το υπερπέραν.
*Μπούρνα: Γλώσσα των Μπουρνού! Φυλής του Σουδάν. Αλα-μπουρνέζικα…
Ας αντηχεί το τραγούδι του Ιβάν
Με κάθε φύσημα της φυσαρμόνικας.
Σε κάθε πέρασμα από τη γωνία
Ας χτυπά της Βίκυς η καρδιά
Χρόνια πολλά
Καλά Χριστούγεννα