Το διήγημα δημοσιεύθηκε στο τεύχος 209-210 του περιοδικού ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗΣ” ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ”
Θερμές ευχαριστίες στην κυρία Dimitra Karayianni για την εμπιστοσύνη.
Ο ΚΗΠΟΣ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ
Τον Απρίλη του 2018,τελείωσε η ξενιτιά.
Με ένα Οπελάκι Μερίβα διασχίσαμε τη Γερμανία, Αυστρία, Ιταλία, περάσαμε στην Ηγουμενίτσα και δεν χορταίναμε μαζί με τον σύζυγο να διασχίζουμε την Εγνατία, αυτόν τον σουπερ μοντέρνο δρόμο που μας ενέτασσε ανάμεσα στις χώρες της Ευρώπης που είχαμε χορτάσει τα τελευταία χρόνια.
Ελλάδα! Πατρίδα! Επιτέλους στα χώματά μας.
Η Πίνδος πανέμορφη με τις κορφές ακόμη λευκές, και κατά μήκος της Εγνατίας τα πανέμορφα χωριά της σκορπισμένα σαν σε καρτ ποστάλ, οι αγριοτριανταφυλλιές ανθισμένες μας χαμογελούσαν.
Μια καινούργια ζωή μας περίμενε στη γενέτειρα. Το πατρικό μας πέτρινο,δυνατό, καρτερούσε να διανθίσει τις τελευταίες μας δεκαετίες και να απαλύνει όλες τις κακοτυχιές του παρελθόντος.
Το φανταζόμασταν ήρεμο, γεμάτο προσμονή, με τις δύο τριανταφυλλιές αριστερά και δεξιά της εισόδου.
Δύο παρτεράκια αριστερά και δεξιά και ο κηπάκος λίγο πιο πέρα, στο σύνορο με της Μαρίας της γειτόνισσας, που ευγενικά όλα τα χρόνια τον περιποιόταν μαζί με το εγκαταλειμμένο μας σπιτάκι.
2
Τίποτα περισσότερο δεν είχαμε ονειρευτεί.
Τα παρτεράκια μας, γεμάτα με πετούνιες, κατιφέδες και χρυσάνθεμα, η κληματαριά να είναι γεμάτη σταφύλια και δύο καφέδες να αχνίζουν στη βεράντα μας που όταν καθόσουν αγνάντευες τα Χάσια, και την Πίνδο.
Μόλις φτάσαμε στο χωριό μας, αφήσαμε το αυτοκίνητο και αφού ανοίξαμε παντζούρια και παράθυρα, τρέξαμε στην πλατεία.
Είχαμε φροντίσει η επιστροφή να είναι της Ζωοδόχου Πηγής. Μέρα που οι χωριανοί μας ξεπροβοδούν την Πασχαλιά με τον πιο εξαίσιο τρόπο.
Πιασμένοι χέρι- χέρι στον κυκλικό χορό της πλατείας, τραγουδούν την Μπιίνα και την Μάρω από τα Γιάννενα. Στο τέλος στήνουν την Αντρομάνα με νεαρούς που σχηματίζουν τρεις κύκλους σε ύψος και μόλις γίνει και αυτό,τραγουδούν όλοι μαζί το“ Ώρα καλή σου Πασχαλιά και πίσω να γυρίσεις. Όπως μας άφκις να μας βρεις κι ακόμα και καλύτερα. Τούτον τον χρόνο τον καλό τον άλλον ποιός τον ξέρει“
Και κλείνει έτσι ο κύκλος των Πασχαλόγιορτων.
Πόσα χρόνια είχαμε να γυρίσουμε κι εμείς τον αιώνιο κύκλο του χορού! Τι ευλογημένη επιστροφή ήταν αυτή που ζούσαμε!
3
Μέχρι το βράδυ, είχαμε μεθύσει από τα καλωσορίσματα και τις χαιρετούρες!
-Και ήρθατε για πάντα;
-Θα μείνετε τώρα εδώ;
Κι εμείς που το βεβαιώναμε δεν το καλοπιστεύαμε πως είχε έρθει η ώρα.
Θεέ μου Ευχαριστώ ψέλλιζα μόνη μου θαρρείς και φοβόμουν πως θα ξυπνούσα και θα βρισκόμουν ξανά στη βόρεια Γερμανία…
Την άλλη μέρα, βγάλαμε τα υπάρχοντα του σπιτιού να τα δει ο ήλιος, τα απλώσαμε στη βεράντα και απολαύσαμε τη ζέστα της πατρίδας.
Η Μαρία είχε φτάσει τα 84,μα η φυσική της κατάσταση ήταν άριστη. Λίγο η ακοή την πρόδιδε αλλά σωματικά,
τίποτε δεν πρόδιδε την ηλικία της. Έψησε πίττα και μας έφερε για τα καλωσορίσματα και δεν δίστασε να πει πως μας περίμενε πως και πως,για να κοιμάται ήσυχη που μας έχει κοντά της μια και τα παιδιά της ζουν σε άλλες πόλεις.
-Μαζί θα τα περάσουμε τα γεράματα! Μας δήλωσε κατευχαριστημένη.
4
Εμείς την ευχαριστήσαμε που επί είκοσι χρόνια-δεν ήταν και λίγα- έσκαβε τον κήπο μας και ξεχορτάριαζε και φύτευε τα παρτέρια μας και φυσικά τρυγούσε την κληματαριά.
Την άλλη μέρα το πρωί, μόλις ανοίξαμε τα μάτια μας
είδαμε πως ο κήπος ήταν κιόλας σκαλισμένος.
Ο άντρας μου, τη φώναξε και της δήλωσε ευγενικά πως είμαστε ευγνώμονες για την ως τώρα υπηρεσία της αλλά φέτος και στο μέλλον εμείς θα αναλάβουμε να σπείρουμε και να περιποιηθούμε τον κηπάκο μας.
Να μην έχει πια τέτοια έννοια.
Η Μαρία κούνησε το κεφάλι της καταφατικά και σαν κάτι να ψιθύρισε, αλλά δεν ακούσαμε τι.
Σε λίγες μέρες, αφού είχαμε ασπρίσει και ξεσκονίσει φρεσκάρει τα πάντα, ετοιμαζόμασταν να μεταφέρουμε τα υπάρχοντα εντός της κατοικίας μας.
Μοσχοβολούσε καθαριότητα κι εμείς ήμασταν τόσο πλήρεις συναισθημάτων ανάμικτων.
Εδώ θα έμπαινε το γραφείο, εκεί η σερβάντα της πεθεράς που φρεσκαρίστηκε, ο καναπές είχε βρει τη θέση του, η κουζινούλα μας έτριζε καθαριότητας και το δώμα για ύπνο στον πάνω όροφο έτοιμο με πεντακάθαρους τοίχους και στρωσίδια! Από εκείνο το
5
μπαλκονάκι αφουγκραζόμασταν κάθε Μάη τα αηδόνια που ερωτοτροπούσαν στη ρεματιά.
Τώρα θα τα είχαμε μόνιμα στα αυτιά μας. Τίποτα δεν θα μας θύμιζε την κίνηση της Γερμανίας και δεν θα διέκοπτε τον ήσυχο ύπνο μας. Επιτέλους!
Πριν γίνει η μεταφορά των επίπλων μέσα στο σπίτι-περιμέναμε να στεγνώσουν καλά οι τοίχοι-κάναμε τον τον πρωινό καφέ και καθίσαμε στη βεράντα μας απολαμβάνοντας την πρωινή δροσιά και το ξύπνημα του χωριού.
Ο ήλιος είχε προβάλει πίσω από τα Καμβούνια και η μέρα αναμενόταν θαυμάσια. Τί μεγάλη αξία το σπίτι και ο κήπος μας…
Μερικά σπουργίτια μας πήραν είδηση και ήρθαν για πρωινό τσιμπούσι, είχα ρίξει ψιχουλάκια στη βεράντα.
Όπως γύρισα το κεφάλι μου προς την είσοδο του σπιτιού, είδα τον όγκο της Μαρίας να κατευθύνεται στην ανοιχτή πόρτα προς αναζήτησή μας. Δεν της μίλησα…
¨Όπως προχωρούσε λοιπόν ανάμεσα στα παρτέρια, άνοιξε τα χέρια της και σαν φάντασμα που υψώθηκε στη πρωινή δροσιά, άνοιξε τα χέρια της διάπλατα και κάτι σκόρπιζε στο φρεσκοσκαμμένο χώμα.
6
Κοίταξα καλύτερα να σιγουρευτώ. Δεν με γελούσαν τα μάτια μου.
Σπόρους είχε, και τους σκόρπιζε στο χώμα.
-Μαρία τι κάνεις εκεί; Τόλμησα να ρωτήσω.
Ξαφνιασμένη γύρισε προς το μέρος μας και γεμάτη σιγουριά είπε.
-Να, είχα κάτι σπόρους από σέσκουλα στη τζέπη μου να μην χαθούν…
-Καλά δεν είπαμε πως φέτος θα σπείρουμε εμείς ότι μας αρέσει στον κήπο μας;
-Ναι…αλλά κι εγώ τόσα χρόνια έσπερνα εδώ. Μοναχά παν τα χέρια μου.
Γύρισα στον άντρα μου ανάστατη και του είπα:
-Ο κήπος είναι της Μαρίας. Τέλος. Δεν θα μας ανήκει όσο ζει.
Ένιωσα ξανά ξενοφερμένη στον τόπο μου και στην αυλή μου. Έπρεπε να παλέψω και να τον διεκδικήσω από την αρχή…
Δήμητρα Γκατζηγιάννη Αναστασίου