Πολύ ισχυρή ήταν ζήτηση για το νέο 10ετές ομόλογο, καθώς οι προσφορές ξεπέρασαν τα 21,9 δισ. ευρώ, ενώ το spread διαμορφώθηκε τελικά στις 165 μ.β. συν το mid swap, δηλαδή το επιτόκιο διαμορφώνεται στο 4,4% περίπου από το 4,5% περίπου που ήταν το αρχικό. Αρχικός στόχος ήταν η άντληση 2-3 δισ. ευρώ, ωστόσο το Ελληνικό Δημόσιο αντλεί 3,5 δισ. ευρώ.
Σύμφωνα με τις αρχικές εκτιμήσεις το τελικό επιτόκιο τοποθετούνταν στο 4,5%-4,6%, έναντι 4,14% που διαμορφώνεται η απόδοση του υφιστάμενου 10ετούς ελληνικού ομολόγου σήμερα, ωστόσο κινήθηκε χαμηλότερα.
Αξίζει να σημειωθεί πως χάρη στην ενεργή στρατηγική διαχείρισης χαρτοφυλακίου που έχει εφαρμόσει ο ΟΔΔΗΧ, καταφέρνοντας να υπέρ-αντισταθμίσει τον επιτοκιακό κίνδυνο (over-hedging), το πραγματικό κόστος για το Ελληνικό Δημόσιο από αυτή τη νέα έκδοση, θα κινηθεί κάτω του 3%.
Ο ΟΔΔΗΧ επέλεξε να προχωρήσει στην πρώτη έκδοση του 2023 σήμερα καθώς οι περισσότερες χώρες της ευρωζώνης έχουν ήδη βγει και τις επόμενες ημέρες αναμένονται περαιτέρω μεγάλες εκδόσεις, από την Ε.Ε, την Ισπανία, τη Γερμανία και άλλους εκδότες. Έως τώρα η ζήτηση των επενδυτών, παρά τη μεγάλη προσφορά ομολόγων, έχει αποδειχθεί ισχυρή, και αυτό οφείλεται στην πτώση του πληθωρισμού που οδηγεί τους επενδυτές να αναμένουν λιγότερη επιθετικότητα από τις κεντρικές τράπεζες προσεχώς.
Σε κάθε περίπτωση η δανειακή στρατηγική είναι και φέτος εμπροσθοβαρής, με τον ΟΔΔΗΧ να θέλει να προλάβει και τις όποιες αναταράξεις προκαλέσουν στην αγορά οι νέες αυξήσεις επιτοκίων (με το τελικό επιτόκιο της ΕΚΤ να τοποθετείται στο 3,25% – 3,5% από 2% σήμερα) αλλά και να καλύψει σημαντικό μέρος των φετινών εκδόσεων πριν τις εκλογές οι οποίες εκτιμάται ότι μπορεί να προκαλέσουν αστάθεια στην αγορά, λόγω της εκλογικής διαδικασίας.
Άλλωστε, σύμφωνα με τη στρατηγική χρηματοδότησης που δημοσίευσε ο Οργανισμός στα τέλη του περασμένου Δεκεμβρίου, οι δανειακές ανάγκες της χώρας για το 2023 διαμορφώνονται στα 15,4 δισ. ευρώ περίπου, ενώ στόχος είναι η άντληση 7 δισ. ευρώ τουλάχιστον από τις αγορές και σε περίπτωση έκδοσης πράσινου ομολόγου το ποσό θα αυξηθεί στα 8 δισ. ευρώ. Οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας παρέμειναν περίπου στο 15% του ΑΕΠ το 2022, κοντά στον μέσο όρο της ευρωζώνης και θα κινηθούν στο 10% φέτος και ακόμα χαμηλότερα στη συνέχεια, ενώ εκτιμάται πως το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους (ετήσιο μέσο σταθμικό επιτόκιο) θα κινηθεί στο 1,2% και θα παραμείνει σταθερό σε αυτά τα επίπεδα το 2023-2026.
Σημειώνεται πως έξι διεθνείς τράπεζες έχουν αναλάβει να τρέξουν την όλη διαδικασία της έκδοσης, οι Barclays, BofA Securities, Commerzbank, Goldman Sachs Bank Europe SE, J.P. Morgan και Societe Generale.