μὲ τὰ χρώματα τῶν λουλουδιῶν
μὲ λέξεις ἐρωτικές
χτίζω τὴ μορφὴ σου
μὲ φῶς τὴν πασπαλίζω
νά μὴν περιπέσεις στὴ λήθη
στὴ λησμονιά
σὲ ὅλες τὶς συναρμογὲς ποὺ θάνατο
ἐγκυμονοῦν
τὸ ἀσύλληπτο τῶν ματιῶν σου ὅμως
τὴν ἀχτίδα τοῦ βλέμματός σου
πῶς
γιὰ νὰ προλάβει τὸ ποίημα νὰ σωθεῖ
ἀπὸ τὴν λίθινη σκληρότητα
στρίβω δαφνόφυλλα σὲ ὅλες τὶς μορφὲς
σὲ ὅλες τὶς μεταμορφώσεις τοῦ θανάτου μου
σύμφυρμα λέξεων γίνομαι
λησμονημένος
ἄχ δὲν θὰ γυρίσεις ποτὲ
καὶ γὼ θὰ γράφω θὰ γράφω θὰ γράφω
σκοτεινὸς καὶ παντέρημος
μέσα στὴν ἁπτὴ βαρύτητα τῶν στιγμῶν
στὶς λέξεις μου
ἕνα φῶς παλλινοστεῖς στὸ χαμόγελο
ἔστω
κι αὐτὸ ἀξίζει τόσο