ἀγάπησα
πολὺ
Χῶρος δὲν μοῦ ἔχει μείνει ἄλλος
ἕως τὶς τελευταῖες ἀπολήξεις μου
νιώθω κατειλημμένος
θρώσκω ψηλὰ
δυστυχῶς
προ-λογικὸς
σὲ ἀρκετὰ ποιήματα στεγάζομαι
σὰν πυρωμένο ἀμόνι χαραγμένος
ὅλο σιωπῶ
ἥμαρτον
Ἀνάμεσά τους γιὰ τὴν ὄψη σου ψάχνω
στὶς ἐρημιὲς τὰ πόδια μου συνταιριάζω
στὸ θαῦμα μὲ τὴν καρδιὰ μὲς στὴν καρδιὰ περπατῶ
αὐτὸ ποὺ δὲν λέγεται λέω γράφω νοιώθω πολὺ
ἐλλειπτικός μόνος ὑπόγειος συννεφιασμένος
μὲ ποιήματα ἀποκλειστικῆς ἀναφορᾶς ἄκεφα
συνεχίζω αὐτὸ πού λένε ἐπιβίωση
ὅσο κι ἄν διατείνονται πολλοὶ γύρω
πὼς
τὰ ὄνειρα καὶ τὰ θαύματα ἀπὸ φθαρτὰ ὑλικὰ φτιαγμένα
σήπονται
Ὅ,τι ἀπ’ τὸ ὄνειρο κεῖνο ἀπέμεινε εἶμαι
σὲ κεῖνο ἀναπνέω ζῶ σὲ κεῖνο συμβαίνω
ἥμαρτον
σὲ κάποιο γκρεμὸ πάντα μὲ εἰλικρινῆ συγκίνηση μὲ ὁδηγῶ
τί μπορῶ νὰ ἀντιπροτείνω
τὸ ἀναμενόμενο καὶ τὸ ἐπερχόμενο
μὲ ἀδιάσπαστη συνοχὴ ταυτίζονται
Δυσβάκτη ἡ ἀλήθεια σὲ γέρικους ὥμους
πόσο ἀκόμη
πῶς ἄλλο
ἥμαρτον
παραμύθια γιὰ καθὼς πρέπει παιδιὰ
δὲ γράφω
τὴν κυρίαρχη ἔννοια τῆς λογικῆς
παρωδῶ
ἥμαρτον πάλι