Άνάμεσα σέ φθαρμένα πουκάμισα

σέ μαντήλια άποχωρισμῶν

σὲ ἕνα σιωπηλό χάδι ξεχασμένο

σὲ βρίσκω ξανὰ

Στήν ἄγονη ἐγκυρότητα τοῦ τώρα

σέρνεις τὸ παρελθόν ἀπένατι  στὴ νεκρὴ καρέκλα

 

ὅμως ἐγὼ

ἀπαριθμῶ  καταστροφές ἀκόμα

τό ἄρωμα ξεθάβω τοῦ κορμιοῦ σου

σὲ γυμνώνω δίχως ἐρωτήματα

ὅμως ἐγώ

ἀναδεύω χθεσινὴ  τρυφερότητα

στὸ βυθὸ τῆς ὀδυνηρῆς λησμοσύνης

Θολώνω τό μυαλό μου ἔτσι

μὲ ἕνα μαδέρι δέ φτάνεις

στὸ οὐρανὸ

λέω

πάσσαλους ὅσους κι ἄν τοποθετῶ

στὶς γωνιὲς τοῦ χρόνου

ὅσο παρελθὸν κι ἄν δένω

Δὲς

κι ὁ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ

ἔφυγε

δὲν ἄντεξε

δὲς κι ἐγώ χῶμα

ἀγγέλω πεισματικὴ ὀρφάνια

Φευγάτος άπό καιρό

μὴ μπορώντας ἄλλο

λέξεις λασπωμένες τους

χάρτινα σχέδια

ἐγκάθειρκτες ψυχὲς ἀπὸ τὴν ἀχρησία

χωρὶς ἦχο κι ἐλπίδα

βοοῦν ροκανίζουν ζωὴ

ἀπαριθμῶ ἀκούραστα ἀπώλειες

δὲς

βοήθεια φωνάζω

ὅμως πάλι μαῦρα πουλιὰ μαζεύονται

 

Σκιάζομαι ἀλλὰ

Κι ὕστερα

ξύλινες σανίδες στοὺς τοίχους μου καρφωμένες

ἀγρύπνια πληγώνουν

ὅλα μιὰ σιωπὴ βαριοπενθοῦσα

μιὰ ἀναίτια συντριβὴ ὁμονοοῦν γιὰ

τὶς θλιβερὲς ζυμώσεις

τίποτε ἄλλο

ἀκούω μονάχα τὸ κλειδὶ

τὸ μαντάλωμα τῆς ψυχῆς μου

δὲς

Πόση στειρότητα ψυχῆς

Πήγασμα ύποχθόνιας παλίρροιας

ἁρμολόγημα φθορᾶς

ʽΟ τρόπος τῶν ανθρώπων

Κάθομαι μόνος ξανὰ

Κρυφά χαμογελῶ

τρέμει ἡψυχὴ

φυσάει ἄνεμος ἕως τὴν ἔσχατη ἀδυναμία

Ἀπόψε τώρα μὰ καὶ ὕστερα

εἶναι φριχτὸ νὰ ζεῖς

μὰ καὶ νὰ πεθάνεις τὸ ἴδιο

Ἀπόψε ὅλοι

τὸ ἀδιέξοδο

ἄς σιγοτραγουδήσουμε

τὸ μέλι τῶν χειλιῶν σου

ψεύτικα

φορῶ κι ἀπόψε

 

μὲ λόγια ἐργαλεῖα

παλιῶν ἀναθυμιάσεων

ξερὸ ἀέρα

τοῦ τίποτα φτωχὸ γυμνὸ σκουπίδι

τῶν παραισθήσεων  ἀφανισμένος

Ἰωάννης

ἀπόκρημνο ἔλατο

θὰ δεῖς

φθαρμένο σὲ ἀναθυμιάσεις

ἐρώτων

στάχτη

ἀφανισμένος Ἰωάννης

Γιάννης Μασμανίδης