Στὴ μοναξιὰ τῶν παλιῶν αἰσθήσεων
σὲ ἕνα θλιμμένο φάντασμα στὸ τζάμι
ὁ ἑαυτὸς μου μὲ τὴν ἀδιάφορη
γερασμένη ὄψη του
βελόνα ποὺ μπαινοβγαίνει στὶς τρύπες
ἑνὸς κουμπιοῦ περισσευούμενου ὑφάσματος
ἐνώνει ἀπομεινάρια μὲ ἄλλα ἀπομεινάρια
ὅπως τὰ πτώματα μετὰ τὸν ἀπαγχονισμὸ
παραμένουν ἀκίνητα παγωμένα
ἀνοιχτὰ στὴ φθορὰ
καρτερᾶ
Σὲ πράγματα φαινομενικὰ ἀσήμαντα
παραμελημένα-ἀσήμαντα τόσο
ὅπως τὸ ξεκαπάκωτο σωληνάρι τῆς ξεχασμένης
ὀδοντόκρεμάς σου
στὴν ἀπουσία σου κατοικεῖ
Κρατεῖ ψηλὰ ἔτσι θαρρῶ
ὅσο μπορεῖ ὅσο γίνεται νὰ μπορῶ
τὸ λειψὸ φῶς τοῦ σήμερα
Σὲ θραύσματα
μὲ θραύσματα μένει
ὅπου ἔχει μετατραπεῖ ἡ ὕλη σὲ νοῦ σὲ συναισθήματα ἀρχινημένα
ποὺ ἀναγκασμένα ζοῦν σὲ γραμμὲς τοῦ μολυβιοῦ μου μόνον
κρατώντας φακὸ ἤ φορώντας στὸ κράνος φῶς ὅπως στὰ ὀρυχεῖα
θυμίζεις τὴν ἐπίμονη μεταβλητότητα τῶν πάντων
Μιὰ πληθώρα αἰτιῶν
ἕνα σύννεφο τιναγμένης σκόνης σκορπίζεσαι
τρίζεις τὰ φωνήεντα μὲ τὰ διαλυτικὰ τους στὰ χείλη μου
τὰ τρίγωνα ποὺ ἀμήχανα στὸ βρεμένο χαρτομάντηλο σχεδιάζω
Κατὰ μῆκος καὶ πλάτος ἑνὸς ἀκόμη ἀνούσιου στοχασμοῦ
ἑνὸς ἀνεμίσματος χεριῶν-καλέσματος παλιοῦ
μιᾶς γλυκιᾶς σύσπασης περιγράμματος τῶν κόκκινων χειλιῶν σου
ἑνὸς διπλοῦ κρεβατιοῦ μέ ἕνα μώβ βαμβακερὸ σεντόνι
μιᾶς ξύλινης καρέκλας
τὴ ζεστασιὰ ἐκείνη μέσα στὸ πιὸ σκληρὸ σκοτάδι ἐκλιπαρῶ
σκουπιδάκι σὲ λίμνη ποὺ μόλις ἀνασύρεται
σὲ μιὰν ἀκόμη ὑποχώρηση τὴν ἐρημιὰ μου πάλι
σὲ ἄδεια κάμαρα
περιπολῶ
Γιάννης Μασμανίδης