Χρόνια μακριά το φθινόπωρο, έκανε τον κύκλο του, από τις κόκκινες κηλίδες ανάμεσα στα φυλλώματα του αμπελιού ως το πατητήρι και τα ρακοκάζανα. Χρόνια μακριά η ανάμνηση ανέπνεε τα στοιχεία της γης: φωτιά, νερό, καρπούς του κάματου και της αναμονής να μετουσιωθούν σε διάφανο υγρό, πανάκεια για σώματα, ψυχές και εγκεφάλους.

Χρόνια μακριά, αλλά σαν τώρα, μια διάχυτη μυρωδιά από τη διαδικασία της απόσταξης, με το κρύο του Νοέμβρη και τη ζεστασιά των ανθρώπων, με τη μυρωδιά των ξύλων να συντελούν στη μετεμψύχωση των κουφαριών του αμπελιού σε ανακούφιση, χαρά, απόλαυση.

Χρόνια τώρα, τέτοια εποχή, η νοσταλγία απλώνει τόσες πολλές κλωστές που μας δένουν με τις εικόνες της απόσταξης, με ξεχωριστή αυτή όπου το μικρό μπρίκι με το δυνατό τσίπουρο έβρισκε τη θέση του δίπλα στη χόβολη, επιθυμία και αναμονή της καρδιάς να απαλύνει κρύο, στενοχώρια, αρρώστια, πόνο.

Στα ροζιασμένα χέρια από της ζωής τις δοκιμασίες, η απαντοχή της θερμότητας στα σωθικά, έπαιρνε τη θέση της είτε σε αντρικό στιβαρό χοντρό φλιτζάνι  είτε σε μικρό φλιτζανάκι με επίχρυσο περίγραμμα – γυναικεία πολυτέλεια – και κοινωνούσε τη θεία ζεστασιά του οινοπνεύματος μέχρι τα τελευταία κύτταρα του σώματος σκορπώντας την αγαλλίαση.

Η οικονομική κρίση κατατρόπωσε τον Σκωτσέζο αντίπαλό του κι εκείνο έκανε ξανά θριαμβευτικά την εμφάνισή του, μαζί με τα ποτηράκια δακτυλήθρες και τα καραφάκια, αφήνοντας πίσω του μόνο τα παλιά συνοδευτικά του, τις δύο ελιές και μερικά στραγάλια στο μικρό πιατάκι.

Και θα συμφωνήσω απόλυτα με τους στίχους του Μιχάλη Σουλιώτη «το τσίπουρο μοιάζει με τον Μπαχ: διαυγές, κατανοητό, κοινό και απλό…. πάντοτε φιλικό προς τον χρήστη».