Ένα ποίημα του Σάββα Λαζαρίδη…

ΜΙΑ ΕΛΑΧΙΣΤΗ ΤΟΠΟΛΟΓΙΑ

Να φτιάχνεις ιστορίες ποτίζοντας τις γλάστρες

εκεί που δεν υπάρχει τίποτα παρά μια τρύπα

από κόκκινο ζιβάγκο, αντί για κεφάλι τακτοποιημένο

μπροστά από παράθυρο που μέσα του κοιτούν

εγκλωβισμένοι έρωτες επινοώντας ξανά

την ελαστικότητα κειμένων που χαρίστηκαν

για να είμαστε εκεί, εριστικά δειλοί αποτυγχάνοντας

στην πρωινή μας ζάλη. Αυτό θα ταίριαζε απόλυτα

αν ζούσαμε σε μια πόλη όπως το Παρίσι

νομίζοντας πως οι δρόμοι είναι βαμμένοι πράσινοι και

τα ποτά μας φορούν κίτρινα αδιάβροχα,

ενώ οι βιβλιοθήκες θα είχαν την λεπτότητα

ενός απαισιόδοξου φθινοπωρινού φιλιού που

αναζητούσαμε κάποτε ανάμεσα σε μικρές αλέες

ψηλαφίζοντας αραχνούφαντες σκέψεις εραστών.

Μπορεί αυτό να είναι απλώς ένα δανεικό όνειρο

που οικειοποιηθήκαμε με ενέχυρο τα ποιήματα μας

ξεπουλώντας ένα τίποτα εδώ, εκτός από τα ακέφαλα

κόκκινα ζιβάγκο κρεμασμένα πια σε ζαρντινιέρες δρόμων.

Το παραπάνω ποίημα ανήκει στην υπό διαμόρφωση ποιητική συλλογή του Σάββα Λαζαρίδη

“Κολλάζ Πορνογραφίας”

Ζητήσαμε από τον ίδιο τον ποιητή να μας σχολιάσει το ποίημα του…

Σε ολόκληρη την υπό διαμόρφωση ποιητική συλλογή, όπως και στο παραπάνω ποίημα, η πρόθεση είναι να κρατηθεί στο ελάχιστο επίπεδο ο βαθμός σύνδεσης τίτλου και ποιήματος, μέχρι του σημείου να χαρακτηρίζεται πολλές φορές ως μη-σύνδεση. Σε αυτό το τίποτα ουσιαστικά της παραπάνω σύνδεσης, επιδιώκω την ενδεχομενικότητα οποιασδήποτε πιθανής ασύνειδης σύνδεσης ακολουθώντας ουσιαστικά την ονειρική κατά βάση θεματική των ποιημάτων. Πράγματι, τα ποιήματα που αποτελούν την συγκεκριμένη συλλογή γράφονται με την μορφή ονειρικών εικόνων, ασυνείδητων «σκέψεων», όχι μέσα στην βαθιά μοναξιά του ύπνου, αλλά με τα μάτια ανοιχτά προσλαμβάνοντας μια πληθώρα ερεθισμάτων από το περιβάλλοντα χώρο.

Στο παραπάνω ποίημα, ο συμβολισμός των εικόνων παίζει καθοριστικό ρόλο. Βέβαια, δεν πρόκειται μέσα από την ανάπτυξη μερικών σκέψεων μου να δώσω αυτό που συνήθως αποτελεί το ζητούμενο σε μια ανάλυση ενός ποιήματος υπό τη μορφή του ξεθωριασμένου πια ερωτήματος «τι θέλει να πει ο ποιητής;». Διότι, μάλλον θα πρέπει να εστιάζουμε σε εκείνο που δεν θέλει να πει, σε εκείνο που μένει εκτός νοήματος, εκτός ενός περιφραγμένου όλου.

Τα ίχνη όμως διαφαίνονται στην «ελάχιστη τοπολογία» ξεκινώντας την περιστροφή τους γύρω από ακέφαλα κόκκινα ζιβάγκο, την ακέφαλη αριστερά που δημιουργεί με την απουσία της, εκείνο το κενό που μόνο δυνατότητες μπορεί να προσφέρει. Δυνατότητες που τουλάχιστον κατά την άποψη μου πετιούνται καθημερινά στο κάδο, υλικά ακατάλληλα προς χρήση. Αποδομώντας το συμβολικό σύμπαν, οι λέξεις, οι αξίες, οι έννοιες, φαίνονται σαν κουφάρια πεταμένα καθώς το πραγματικό μέσα από αυτές τις ρωγμές αναδύεται με ορμή τρομαχτική. Και όμως, ο άνθρωπος συνεχίζει να ποτίζει αυτό το μόρφωμα που δημιουργείται αναβάλλοντας να αναγνωρίσει τον άλλον, τον πλησίον του, με την μοναδικότητα που τον διέπει. Η άρνηση αυτή πηγάζει όμως από τον ίδιο τον άνθρωπο, ο οποίος δεν επιθυμεί να αναλάβει την δική του μοναδικότητα, την ευθύνη ουσιαστικά που αυτή επιφέρει, βρίσκοντας συνεχώς τρόπους να κρύβεται πίσω από την ασφάλεια που παρέχουν οι συλλογικές ομάδες. Το ποίημα αν και εκκινεί το ταξίδι του από την Ελλάδα, δεν περιορίζεται μόνο σε αυτή αλλά επεκτείνεται σε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο, χρησιμοποιώντας ως σύμβολο εδώ το Παρίσι και την ιστορία του μπλεγμένη με την επικαιρότητα. Αυτό συμβαίνει, διότι ενώ υπάρχουν από την μια πλευρά μεγάλες διαφορές ανάμεσα στους λαούς της δύσης, η θεματική που διακυβεύεται δεν διαφέρει στην ουσία της. Αντί για μια κίνηση, για μια άρθρωση λόγου, ο άνθρωπος καταφεύγει σε μια άκρατη υπεραπόλαυση (και έχει νόημα εδώ ο πλεονασμός) ψάχνοντας ακόμη εκείνον τον έρωτα που εν τέλει είναι ανίκανος να νιώσει.

Τελικά, μπορεί να φαίνεται μια απαισιόδοξη σκέψη, αλλά ουσιαστικά δεν ξεπουλιέται τίποτα, τουλάχιστον από την ίδια την ποίηση, όσο και αν αυτό διαφαίνεται να συμβαίνει όλο και συχνότερα στις μέρες μας. Εξάλλου, πάντα συνέβαινε αυτό μέσα στην ιστορία. Το μόνο που ξεπουλιέται είναι τα κόκκινα ζιβάγκο, κρεμασμένα, στοιβαγμένα (όπως θέλετε μπορείτε να το πείτε) πάνω σε αιματόστικτες ζαρντινιέρες δρόμων. Μάλλον, η λήθη ταιριάζει στους περισσότερους, όπως και άλλα χρώματα πέρα του κόκκινου, όπως και μέσα στην άγρια νύχτα η ψηλή λαιμόκοψη του κάποιους θα τους πνίγει… (το ίδιο εξάλλου δεν κάνουν και οι γραβάτες;)