Ξέρεις

ἡ ἐγκατάλειψη πλημμυρίζει τὰ μάτια μου

τὸ ἀντίο της

σκαλίζει κάθε μέρα τὴν πληγὴ

παγώνει καὶ τὰ ματόκλαδα

ἐκπέμπει ἀνημποριὰ

στὸ ἀνεπούλωτο τραῦμα παραμιλάει συνεχῶς

σπάζει στὴ χούφτα μου ἕνα ποτήρι

πικρίζει στὰ χείλια τὸ κρασὶ μου

τὴ σιωπὴ τῶν λογισμῶν

ἀναταράσσει

Ξέρεις

Μὲ τὴν ἀπόγνωση

χτυπᾶ τὰ τζάμια

Τὸ σῶμα ἄδικα περιμένει

κρυώνει

κρυώνει πολὺ

Χειμώνας ἔρχεται βαρὺς

Μεθυσμένη μένει ἡ ψυχὴ μου

σαπίζει μέσα στὰ λασπόνερα

στὸ χθές στὸ τώρα

μπορεῖ καὶ στὸ αὔριο ποὺ

γοργὰ τώρα ἴδιο γίνεται πάλι

Μὲ τὰ μάτια μισόκλειστα

τὰ χείλια προτεταμένα

στὴν παγωνιά τοῦ μάταιου ΓΙΑΤΙ

πληγιάζω

Ξέρεις καλὰ de facto μου

τὸ κορμὶ μου τώρα

ἀσφυκτιώντας στοὺς κα·υ·μοὺς

ἀργὸ λίκνισμα θανάτου τὸ  πῆρε

ἡ σκέψη βουβὴ

ἀνυπάκουη οὐρανοδρομεῖ

γύρισε τὴν πλάτη

στὴ λογικὴ

Ξέρεις ΝΤΕ ΦΑΚΤΟ μου

τὰ λόγια της στό τραπεζάκι μας ἐκεῖ γύρω γύρω

στὶς μεσοτοιχίες ἀκόμη τῶν τοίχων σου

στὴν ξύλινη ἐπιφάνεια μὲ τὴ μοκέτα τὴ μώβ

τὴν ἀγαπημένη

κομμάτια μνήμης ἄταφα

κατακλυσμένα ἀπὸ ριγηλὴ τρυφερότητα

ριγμένα καταγῆς τώρα πονοῦν

 

φοβᾶμαι μὴν  μὴν τὰ πατήσουν

Ξέρεις

σκόρπιοι ἄνθρωποι

μὲ ποντίζουν ἀργὰ ἀργὰ στὴ σιωπὴ

στὰ κάγκελα τῆς φυλακῆς μου

λένε ἀντίο- μαχαιριὲς

καὶ γὼ δέν ξέρω τελικὰ

ἀπὸ ποιὰ λαβωματιὰ ἐκπορεύεται ὁ κὰθε πόνος

Λέκιασε ἡ ψυχὴ μου

τείνοντας ὁλοένα νὰ τὴν ἀγκαλιάσουν

λέκιασε

στὰ σύνορα τοῦ τίποτα

στοὺς ἔρωτες ποὺ ξεραίνονται

ποὺ  μηδενίζουν

τὴ μαγεύει ὁ θάνατος τώρα

πῶς διψᾶς γιὰ ζωὴ

ἔτσι τὸν διψᾶ

Ἀντίο

μπορῶ θαρρεῖς ἀκόμα

νὰ γίνω ζωντανὸς

βουβαίνοντας τόσες λύπες

χαμηλὰ τά στήθια μου

πῶς νὰ χωρέσουν τόσους νεκρούς

ἀντίο καὶ σέ σένα de facto μου

ἀγαπημένο ἀντίο

ἀντίο

Γιάννης Μασμανίδης